Αγάπα τον πλησίον σου
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στη σειρά διηγημάτων με τον τίτλο «Εγκλημα στο νησί», που θα δημοσιεύονται από σήμερα, κάθε ιστορία διαδραματίζεται σε διαφορετικό νησί, ενώ εκτός από την εγκληματική ενέργεια ή την πρόθεση για την τέλεσή της, καθώς και την αναζήτηση του δράστη, πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν η ιδιομορφία και ο τοπικός πολιτισμός του. Με θέματα σύγχρονα, αλλά και κλασικά, όπως η εκδίκηση, η ζήλια, η απόγνωση, με αναφορές στις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε τόπου, μεταφερόμαστε από την Κέρκυρα μέχρι τη Σάμο, την Τήνο, την Τζια, τη Σαντορίνη, την Πάρο, τη Ρόδο, την Κρήτη, τη Θάσο και το μικρό Τρίκερι. Χαρακτηριστικά συστατικά όλων των ιστοριών είναι η έκπληξη και η ανατροπή. Δημοφιλές ανάγνωσμα, το έργο της αστυνομικής λογοτεχνίας συντροφεύει τον αναγνώστη στην καθημερινότητα και τις διακοπές του μέσω του μυστηρίου, των γρίφων αλλά και των περιγραφών του τόπου και των τοπίων, εντός των οποίων εκτυλίσσεται η πλοκή, όπως συμβαίνει με τα παρόντα διηγήματα που παρέδωσαν στην εφημερίδα δέκα συγγραφείς του είδους.
Η Σβετλάνα κι ο Σεργκέι κάθονταν στα βράχια στην Κασσιόπη και αγνάντευαν την αφρισμένη θάλασσα. Τo κύμα έσκαγε με θόρυβο κοντά στα πόδια τους και τους πιτσιλούσε. Hταν νύχτα, τ' αστέρια έλαμπαν στον ουρανό. Από το σημείο εκείνο φαινόταν πέρα μακριά το βουνό του Παντοκράτορα και πιο κοντά ένα εκκλησάκι που φωτιζόταν από το φεγγάρι. Στ' αφτιά τους έφταναν ήχοι από βιολί που γλύκαιναν τη νύχτα.
«Εχω βαρεθεί εδώ. Θέλω να φύγω», είπε η Σβετλάνα.
«Πού θέλεις θα πάμε;»
«Οπου να 'ναι».
«Μα γιατί να φύγουμε; Δεν σε καταλαβαίνω. Ο ξενοδόχος μάς έχει φερθεί καλά, δεν έχουμε σκοτούρες. Ηρθαμε εδώ χωρίς άδεια παραμονής, χωρίς τίποτα, μόνο με τα ρούχα που φορούσαμε, και μας έδωσε δουλειά. Σερβιτόρος εγώ, καμαριέρα εσύ. Ο κύριος Παπαδόπουλος μας προσφέρει και μέρος να μείνουμε».
Εκείνη τον κοίταξε ειρωνικά.
«Μπράβο του! Είναι ο τέλειος εργοδότης!»
«Μας βοήθησε. Δεν μας βοήθησε;».
Το βλέμμα της Σβετλάνα έγινε σαρκαστικό.
«Βεβαίως. Είναι οπαδός της βιβλικής εντολής "Αγάπα τον πλησίον σου"».
Ο Σεργκέι ενοχλήθηκε.
«Μην κοροϊδεύεις. Ευτυχώς που βρέθηκε αυτός στον δρόμο μας, διαφορετικά θα είχαμε μπερδέματα».
«Ευτυχώς», του είπε με τον ίδιο σαρκασμό.
«Αμφιβάλλεις; Αν δεν ήταν αυτός, ακόμα θα ψάχναμε για δουλειά. Θυμάσαι εκείνον τον τύπο στην Παλαιοκαστρίτσα; Μας έβαλε σ' ένα άθλιο καμαράκι με ποντίκια και κατσαρίδες κι ήθελε να του πληρώνουμε και ενοίκιο».
«Γι' αυτό φύγαμε την άλλη μέρα».
«Ενώ ετούτος εδώ μας παραχώρησε δωρεάν την αποθήκη του για να κοιμόμαστε».
Η Σβετλάνα γέλασε.
«Μια αποθήκη με δυο κρεβάτια, δίπλα στις πατάτες, τα κρεμμύδια, τους ντενεκέδες με το λάδι».
«Ελα, μωρέ. Ολα συνήθεια είναι».
«Μας δίνει πενταροδεκάρες για τη δουλειά που του κάνουμε».
«Καλά είναι τα μεροκάματα, μην είσαι πλεονέκτρια. Αλλωστε, δεν θα μείνουμε πολύ. Μόλις τελειώσει το καλοκαίρι θα ψάξουμε για κάτι καλύτερο».
«Ελπίζω να βρούμε δουλειά αλλού. Θα πάμε σε ξενοδοχείο στη Ρόδα, στο Κανόνι, στη Δασιά ή στις Μπενίτσες. Διαφορετικά, θα επιστρέψουμε στην πατρίδα μας, η μάνα μάς περιμένει».
«Εγώ δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω. Δεν ήταν ζωή αυτή που κάναμε εκεί. Μιζέρια και κακομοιριά».
Από μακριά ακούστηκαν βήματα. Σταμάτησαν να μιλάνε για ν' αφουγκραστούν. Σε λίγο τους πλησίασε ένας νεαρός με το κινητό του στο χέρι.
«Γεια σου, Γιούρι», του είπαν με μια φωνή.
«Κάνει ζέστη, έπεσα στο κρεβάτι να κοιμηθώ, μα δεν μου κολλάει ύπνος. Βγήκα από το καμαράκι μου για να κάνω μια βόλτα, σας άκουσα και ήρθα».
«Εκανες πολύ καλά», είπε η Σβετλάνα.
«Ούτε εμείς έχουμε όρεξη για ύπνο», είπε ο Σεργκέι.
«Τι θα λέγατε για μια βουτιά;», πρότεινε ο Γιούρι.
«Είναι μεσάνυχτα», είπε ο Σεργκέι.
«Εγώ λέω ναι», απάντησε η Σβετλάνα.
i i i
Ενα καράβι με τα φώτα αναμμένα φάνηκε να πλέει μακριά. Ερχόταν από την Ιταλία με προορισμό την Ηγουμενίτσα ή την Πάτρα. Οι ήχοι του βιολιού συνεχίζονταν. Σηκώθηκαν κι οι τρεις και προχώρησαν προς ένα μονοπάτι πνιγμένο στους θάμνους που έβγαζε στην παραλία. Δεν μιλούσαν, απολάμβαναν τη γαλήνη της νύχτας και τους ήχους του βιολιού. Κάποια στιγμή, είδαν το σώμα ενός παχουλού άντρα, πεσμένο ανάσκελα, σε περίεργη στάση. Πλησίασαν κι έσκυψαν να δουν τι είχε πάθει ο άντρας.
«Φαίνεται πεθαμένος», είπε ο Γιούρι.
«Είσαι σίγουρος;», ρώτησε ο Σεργκέι.
«Πιο πεθαμένος δεν γίνεται».
Ο Σεργκέι άπλωσε το χέρι του ν' αγγίξει το μέτωπο του πεσμένου άντρα.
«Σταμάτα, δεν χρειάζεται», τον απέτρεψε η Σβετλάνα. «Τα 'χει κακαρώσει».
«Διάολε, είναι ο ξενοδόχος, ο κύριος Παπαδόπουλος!», είπε ο Γιούρι.
«Είναι τ' αφεντικό μας. Θα έπεσε από κάποιον βράχο», είπε ο Σεργκέι, κοιτάζοντας ψηλά.
«Μάλλον πρόκειται για ατύχημα», συμπέρανε ο Γιούρι.
«Μπορεί να αυτοκτόνησε».
«Εμένα δεν μου φαίνεται αυτοκτονία», είπε η Σβετλάνα.
Τότε ο Σεργκέι είδε το μαχαίρι που εξείχε από το στήθος του νεκρού.
«Φόνος!» είπε. «Τι κάνουμε;».
«Εγκλήματα γίνονται κάθε μέρα παντού. Οπου πάμε συμβαίνουν εγκλήματα, οι άνθρωποι σκοτώνουν», είπε η Σβετλάνα.
«Να ειδοποιήσουμε την αστυνομία», είπε ο Σεργκέι κι ετοιμάστηκε να τηλεφωνήσει από το κινητό του.
«Να καθίσεις στ' αβγά σου. Δεν είναι δική σου δουλειά», είπε η Σβετλάνα.
Ο Γιούρι κοίταξε το κινητό του.
«Ναι, δεν είναι δική μας δουλειά. Πάμε να φύγουμε».
«Είναι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε», είπε η Σβετλάνα.
Κοιτάχτηκαν και πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Τα βήματά τους ήταν αργά κι αβέβαια, ο καθένας ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Το φεγγάρι που έπαιζε μ' ένα σύννεφο φώτιζε τον δρόμο τους. Ηταν ανηφόρα και κουράστηκαν. Εφτασαν σ' ένα σημείο με μεγάλες πέτρες, απ' όπου μπορούσαν να διακρίνουν αχνά τον νεκρό. Κάθισαν σε χωριστές πέτρες προβληματισμένοι.
«Αυτό δεν το χωράει ο νους μου», είπε ο Σεργκέι.
«Γιατί παρακαλώ;» έκανε η Σβετλάνα.
«Αυτόν τον άνθρωπο τον ξέρουμε, είναι ο εργοδότης μας».
«Και λοιπόν;».
«Εχουμε ευθύνη. Το σωστό είναι να ειδοποιήσουμε την αστυνομία. Ή να ψάξουμε να βρούμε ποιος τον σκότωσε. Λέτε να είναι κάποιος που μένει στο ξενοδοχείο ή μήπως ένας ανταγωνιστής του; Μπορεί να είναι ντόπιος ή τουρίστας;».
«Τι κάνουμε αν τον σκότωσε κάποιος γνωστός μας;», ρώτησε ο Γιούρι. «Αυτό μου φαίνεται αδιανόητο», είπε ο Σεργκέι.
«Τίποτα δεν είναι αδιανόητο», είπε με φιλοσοφική διάθεση η Σβετλάνα.
i i i
Σηκώθηκαν από τις πέτρες. Δεν τράβηξαν για την παραλία με τα σκάφη, τα κότερα, τα ιστιοφόρα και τις βάρκες, αλλά αποφάσισαν να επιστρέψουν στον συνοικισμό, όπου βρίσκονταν τα σπίτια, τα μαγαζιά, τα μπαράκια, τα ξενοδοχεία κι ο κόσμος που διασκέδαζε. Ακούγονταν φωνές, χάχανα, και κάποιες στιγμές ξεχώριζαν οι ήχοι του βιολιού.
«Για να τον σκοτώσει κάποιος πρέπει κάτι να του έκανε», είπε ο Σεργκέι.
«Είχε πολλούς εχθρούς», είπε η Σβετλάνα.
«Ντόπιους και ξένους», πρόσθεσε ο Σεργκέι.
Ο Γιούρι κοίταξε τον φίλο του με απορία.
«Εσύ τον σκότωσες;».
«Για ποιον λόγο να τον σκοτώσω;».
«Ξέρω γω; Επειδή γυρόφερνε την αδελφή σου».
«Αυτό μπορεί να ισχύει και για σένα, αγαπητέ Γιούρι», είπε η Σβετλάνα.
«Τι θέλεις να πεις; Εγώ είμαι ένας απλός σερβιτόρος».
«Οτι ίσως τον σκότωσες γιατί ζήλευες».
«Τι να ζηλέψω;»
«Ελα τώρα. Αφού το ξέρω πως με θέλεις...».
Ο Γιούρι κοκάλωσε.
«Εντάξει, δεν μου άρεσε η συμπεριφορά του. Τον έχω δει να σε κοιτάζει περίεργα και μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι».
«Θα τον σκότωνες για χάρη μου;».
«Ναι», της είπε αποφασιστικά.
Η Σβετλάνα τού έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο.
«Σ' ευχαριστώ. Μόνο που σε πρόλαβα».
«Εσύ το έκανες;»
«Ναι, εγώ!».
«Είσαι τρελή; Η όγδοη εντολή της Βίβλου λέει "Ου φονεύσεις"», έκανε ο Σεργκέι.
«Απλώς εφάρμοσα την ενδεκάτη εντολή», απάντησε η Σβετλάνα.
«Οι εντολές που υπαγόρευσε ο Θεός στον Μωυσή στο όρος Σινά είναι δέκα».
«Υπάρχουν κι άλλες», είπε εκείνη.
«Πράγματι, αυτές τις είπε ο Χριστός. Μία από αυτές είναι το "Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν"», είπε ο Γιούρι .
«Μια άλλη είναι το "μαχαίρωσε τον πλησίον σου πριν σε μαχαιρώσει εκείνος"», είπε η Σβετλάνα.
«Δεν ξέρεις τι λες, αδελφούλα!», είπε ο Σεργκέι.
«Αυτή ταιριάζει γάντι στην περίπτωσή μας», σχολίασε εκείνη.
«Μα τι σου 'κανε;» τη ρώτησε ο Γιούρι.
«Μου πρότεινε μια βόλτα και δέχτηκα. Ξαφνικά, εκεί που βαδίζαμε συζητώντας, με αγκάλιασε κι ύστερα μ' έσφιξε δυνατά... μου ρίχτηκε. Εγώ δεν ήθελα κι αντιστάθηκα. Προτού προλάβει να μου κάνει κακό, κι ενώ επιχειρούσε να μου βγάλει το πουκάμισο, πρόλαβα κι έπιασα το μαχαίρι που είχα στην τσάντα μου».
i i i
Οι ήχοι του βιολιού έπαψαν ν' ακούγονται. Ενα τριζόνι άρχισε το τραγούδι του κι ύστερα ακούστηκε μια κουκουβάγια. Οι τρεις τους συνέχισαν να περπατούν σκεφτικοί.
«Μόλις ξημερώσει, θα τον βρουν», είπε ο Γιούρι.
«Πρέπει να φύγουμε από την Κέρκυρα», συμπλήρωσε ο Σεργκέι.
«Και τα πράγματά μας;», ρώτησε η Σβετλάνα.
«Θα τα πάρουμε. Μετά θα τηλεφωνήσουμε σ' ένα ταξί, για να μας πάει στο λιμάνι».
«Θα έρθω κι εγώ μαζί σας», είπε ο Γιούρι.
«Δεν έχει καράβι τέτοια ώρα. Πρέπει να περιμένουμε μέχρι το πρωί», πρότεινε η Σβετλάνα.
«Θα μπούμε σε μια βάρκα με μηχανή και θα πάμε απέναντι, στην Ηγουμενίτσα», πέταξε την πρόταση ο Σεργκέι.
«Τι; Θα την κλέψουμε;», απόρησε ο Γιούρι. «Παραβαίνουμε την έβδομη εντολή».
«Ε καλά. Εδώ έχουμε έναν νεκρό... Σ' αυτό θα κολλήσουμε; Αλλωστε, δεν είναι κλοπή. Ο ιδιοκτήτης της θα μας καταλάβει. Εδώ οι άνθρωποι είναι θρήσκοι, άρα θα ξέρει την εντολή "Αγάπα τον πλησίον σου"», είπε η Σβετλάνα.
«Εγώ λέω να βιαστούμε. Πάμε να πάρουμε τα πράγματά μας», τους φώναξε ο Σεργκέι.
Ο Φίλιππος Φιλίππου γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1948. Eχει εκδώσει μυθιστορήματα, βιογραφίες και παιδικά βιβλία. Δημοσιεύει κριτικές βιβλίων στο «Βήμα» κι έχει εκδώσει την «Ιστορία της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας». Τελευταίο βιβλίο του είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ο κήπος με τις φράουλες» (2020)
