Το «Φίλιον» είχε τη δική του ιστορία
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Η Ευρώπη αποτελείται από καφενεία, από cafes» γράφει ο Τζορτζ Στάινερ στην «Ιδέα της Ευρώπης» (εκδ. Δώμα, μτφ. Θάνος Σαμαρτζής, 2021). «Αυτά εκτείνονται από το αγαπημένο καφενείο του Πεσόα στη Λισαβόνα μέχρι τα cafes της Οδησσού, που τα στοιχειώνουν οι κακοποιοί του Ισαάκ Μπάμπελ. Απλώνονται από τα cafes της Κοπεγχάγης, που προσπερνούσε ο Κίρκεγκορ στους μοναχικούς του περιπάτους, μέχρι τους πάγκους των καφενείων του Παλέρμο...». Καφενεία - φιλολογικά και λογοτεχνικά - υπήρξαν στην Αθήνα και άλλες μεγάλες ελληνικές πόλεις, ίσως χωρίς την αίγλη που απέκτησαν τα ευρωπαϊκά. Ανάμεσά τους πάντως περιλαμβάνεται σίγουρα το «Φίλιον» της οδού Σκουφά, το οποίο φέτος συμπληρώνει 30 χρόνια λειτουργίας. Με αυτό το όνομα οι σημερινές ιδιοκτήτριες Μαρία Νέζη - Αννίνου και Ειρήνη Νέζου συνέχισαν - μαζί μαζί με τη μητέρα τους Αλκυόνη - την ιστορία που είχε ξεκινήσει το ζαχαροπλαστείο - καφέ «Ντόλτσε».
Το καφέ έγινε τοπόσημο σε μια πόλη που θέλει να διατηρεί τις μυθολογίες της ακόμη και όταν αλλάζει ρυθμούς, που επιμένει να βρίσκει τις αναφορές της στα «συμπεφωνημένα υπονοούμενα» του Σεφέρη.
Ή, όπως θα συνέχιζε ο Στάινερ: «Το καφενείο είναι τόπος για κρυφές συναντήσεις και για συνωμοσίες, για διανοητικές συζητήσεις και για κουτσομπολιό, για τον flaneur και για τον ποιητή ή τον μεταφυσικό με το σημειωματάρι του. Είναι ανοιχτό σε όλους, αλλά την ίδια στιγμή είναι μια λέσχη, μια μασονία, που προσφέρει πολιτική ή φιλολογική-λογοτεχνική αναγνώριση και προγραμματική παρουσία... Είναι λέσχη του πνεύματος και ταχυδρομείο του άστεγου».
Με αφορμή τα 30χρονα του καφέ, αλλά και της ειδική εκδήλωσης που οργανώνει για τους φίλους του το επόμενο Σάββατο 28 Μαΐου, ζητήσαμε από θαμώνες και περιπατητές να θυμηθούν τις εικόνες που τους συντροφεύουν.
Καρολίνα Μέρμηγκα
συγγραφέας
Η ιστορία της ζωής μας
Τη συν-γράφουμε στο Φίλιον, 30 χρόνια τώρα, μαζί με τους φίλους μας. Και τους εχθρούς μας
Ποιος μπορεί να περιγράψει μιαν ατμόσφαιρα; Ποιος μπορεί να εξηγήσει γιατί ένα μέρος είναι «το δικό μας;» Ε, μπορεί ο καλύτερος: «Ηταν ένα ευχάριστο καφενείο, ζεστό και καθαρό και φιλικό, και κρέμασα το παλιό μου αδιάβροχο στον καλόγερο για να στεγνώσει, κι ακούμπησα το φθαρμένο χιλιοφορεμένο μου τσόχινο καπέλο στο ράφι πάνω από τον πάγκο, και παράγγειλα έναν καφέ au lait. Ο σερβιτόρος τον έφερε και έβγαλα από την τσέπη μου το τετράδιό μου και ένα μολύβι, κι άρχισα να γράφω».
Πριν από 30 χρόνια πολλοί από εμάς αρχίσαμε να γράφουμε την ιστορία της ζωής μας στο Φίλιον. Ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της. Κρεμάσαμε τη διάθεση της ημέρας ή της χρονιάς, ή και της δεκαετίας, παραγγείλαμε κάτι και αφεθήκαμε στην ατμόσφαιρα ενός χώρου που λειτουργεί, 30 χρόνια τώρα, με ένα αδιευκρίνιστο συνεκτικό υλικό. Που μας έκανε να τον θεωρούμε κοινό όλων μας, ακόμα και όταν τίποτε άλλο δεν ήταν κοινό - ακόμα και τώρα, που σχεδόν τίποτα δεν είναι. Στο Φίλιον ξαναβρίσκεις το κομμάτι του εαυτού σου που νόμιζες θαμμένο μέσα στη μαλακή άμμο της πρώτης νιότης: κι όμως, είσαι ακόμα αυτός που ήσουν και να, στο διπλανό τραπέζι κάθονται εκείνοι που ακόμα διαφωνούν μέχρι θανάτου μαζί σου, ίδιοι κι αυτοί, και δεν τρέχει τίποτα. Οχι μόνο δεν τρέχει τίποτα, αλλά σ' αρέσει κιόλας που τους έχεις εκεί δίπλα σου· που υπάρχει ένα μέρος όπου θα μπορείς πάντα να κάθεσαι δίπλα στον εχθρό σου.
Μπορεί να είναι αδιευκρίνιστο, αλλά δεν είναι τυχαίο. Ούτε εύκολο. Γιατί η περίφημη «συνήθεια» βάσει της οποίας συχνάζουμε κάπου δεν είναι ούτε τυχαία ούτε εύκολη - ίσα-ίσα, είναι εύθραυστη και ευάλωτη μέσα στη μεταβαλλόμενη επαπειλούμενη ζωή μας. Πάμε εκεί όπου «συνηθίζουμε» να πηγαίνουμε για να βρίσκουμε αυτό που ελπίζουμε να μην άλλαξε· την καρέκλα που βλέπει στον ήλιο και την άλλη κάτω από τη σόμπα και την τρίτη όπου χώνονται από κάτω της τα χοντρά περιστέρια· τη φρέσκια πίτα που βγαίνει τη συγκεκριμένη ώρα, τα έξτρα πατατάκια στο μεταλλικό μπολ, τα παγάκια με το κρασί, το παγωτό με τις δυο μπάλες. Τον φίλο μας δίπλα μας, τον εχθρό μας στο διπλανό τραπέζι.
Οχι, δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε εύκολο. Στο Φίλιον συναντώ παλιούς γνωστούς και έκθαμβοι παρατηρούμε μαζί τον χρόνο να εξατμίζεται μέσα σε δευτερόλεπτα. Στο Φίλιον κάνω νέες παρέες - και αν η λέξη «παρέες» μοιάζει κάπως ντεμοντέ, ντεμοντέ είμαστε και το καμαρώνουμε· και πίνουμε τον καφέ μας χαμογελώντας με όσα περνούν μπροστά μας στην πασαρέλα του δρόμου που είναι τόσο καινούργια και τόσο παλιά: οι ωραίες περπατούν πάντα με το ίδιο βήμα τινάζοντας τα μαλλιά τους, οι πολιτικοί χαμογελούν το ίδιο μεταλλικά κοιτώντας-μη κοιτώντας δεξιά-αριστερά, οι λογοτέχνες και οι καλλιτέχνες κρύβουν τις ανασφάλειες και εξαπολύουν τους θριάμβους τους με τα ίδια πλάγια βλέμματα. Ο Ηρακλής παρατηρεί, και κατανοεί, και στέργει, με τον ίδιο τρόπο.
Στο Φίλιον ερωτεύτηκα, όπως και τόσοι άλλοι, και αφού τελείωσαν οι έρωτες αυτό που έμεινε είναι η ανάμνηση του γωνιακού τραπεζιού που βλέπει έξω στον δρόμο, εκεί όπου πέφτει το γαλάζιο σούρουπο ενώ από μέσα ακούγεται ο ήχος των ποτηριών κι ανάβουν τα πρώτα φώτα. Κι αυτό δεν είναι μόνον ανάμνηση: όλα εκεί είναι ακόμα, στη θέση τους. «Ενα κορίτσι μπήκε μέσα στο καφενείο και κάθισε μόνη της σε ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Ηταν πολύ όμορφη. Την κοιτούσα και με αναστάτωνε και με ενθουσίαζε. Ηθελα να μπορούσα να τη βάλω στην ιστορία μου, αλλά είχε κάτσει με τέτοιο τρόπο ώστε να παρακολουθεί τον δρόμο και την πόρτα, και κατάλαβα ότι περίμενε κάποιον, και έτσι συνέχισα να γράφω. Παρήγγειλα άλλο ένα ρούμι και όποτε σήκωνα το κεφάλι ή έξυνα το μολύβι κοιτούσα το κορίτσι, ενώ οι ροδέλες κυλούσαν από τη ξύστρα μέσα στο πιατάκι του ποτού μου. Σε είδα ομορφιά μου, και τώρα μου ανήκεις όποιον κι αν περιμένεις, κι ακόμα κι αν δεν σε ξαναδώ ποτέ πια...».
Θα προτιμούσα, φυσικά, να είμαι εκείνο το κορίτσι. Αλλά κι αν δεν είμαι, υπάρχει ένα ζεστό καθαρό φιλικό καφενείο όπου πάντα θα μπορώ να κρεμάω το παλιό μου παλτό. Κι ας είμαι αυτή που θα γράφει.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της Καρολίνας Μέρμηγκα «Δέκατος χρόνος» από τις εκδόσεις Aλεξάνδρεια
g
Αλέξης Κυριτσόπουλος
ζωγράφος
«Βρήκα τον μπούσουλα για το καινούργιο μου σπίτι»
Το καφενείο είναι ένα καθιστό σταυροδρόμι. Συναντάς τυχαία ή εξ επί τούτου φίλους, γνωστούς και τους υπόλοιπους. Ανάμεσα σε μια δουλειά ή ξεφεύγοντας από μια δουλειά. Μόνος ή με παρέα το καφενείο είναι τόπος προσμονής, αναμονής, συγκέντρωσης, διάλειμμα. Αναπνοή. Παίρνεις φόρα. Παίρνεις αμπάριζα όπως πήρες πριν χρόνια αποχαιρετώντας το Πειραματικό. Dolce το πρώτο «Σικάγο» στα γυμνασιακά χρόνια. Dolce του μακιάτο (τι ν' τούτο ρε;). Φίλιον, εσπρέσο για πάντα. Βακαλόπουλος. Φίλοι, γνωστοί, αναμνήσεις. Καινούργιες φάτσες, περαστικές. Συνέχεια περνάνε πρόσωπα. Τοίχοι χωρίς αφτιά. Βρίσκεις ακόμη και φλιτζάνια με το χερούλι αριστερά. Τι είναι λοιπόν το καφενείο-καφετέρια; Κουτσομπολιό, προβλήματα, απόψεις. Στενοχώριες που ακουμπάς. Δεν είναι σπίτι, δεν είναι εκκλησία, δεν είναι αγορά. Δεν είναι θέατρο. Είναι όλα μαζί και έχεις να διαλέξεις. Εδώ θα κάτσει το πουλί, εδώ θα κελαηδήσει. Ενας φίλος πέταξε. Για πάντα. Κι άλλος. Ο Κοτανίδης. Το Φίλιον παραφυλάει, σου κρατάει ένα τραπεζάκι, μια γωνία να χωθείς. Να μην πούμε ότι μείναμε μόνοι, γιατί να, ήρθε ο Δημήτρης ή να πέρασε ο Νίκος, ο Κωστάκης μόλις βγήκε και ήρθε η Αννούλα. - Τι νέα; Τι νέα; Κάποτε βγαίνοντας από τη Δελφών, βγήκα από το σπίτι μου. Εχασα τον δρόμο και στάθηκα πάλι στο σταυροδρόμι Σκουφά και Λυκαβηττού και βρήκα τον μπούσουλα για το καινούργιο μου σπίτι. Α.Κ. θαμών.
g
Νίκος Ξυδάκης
συνθέτης
«Ενα καταφύγιο ανθρώπων»
Μέχρι το 1992 ήταν γνωστό ως Dolce μετέπειτα έγινε Φίλιον. Dolce λοιπόν για τους αρχαιόφιλους και Φίλιον για τους νεότερους. Στο ίδιο αυτό μέρος βρίσκομαι εκεί από το 1978 περίπου. Εκεί πρωτογνώρισα τον Χρήστο Βακαλόπουλο και τον Κωστή Παπαγιώργη. Κατ' εξοχήν Φίλιες φυσιογνωμίες. Με το Φίλιον φύσηξε ένας αέρας νεωτερικότητας. Είχες πάντα μια αίσθηση σαν να σύχναζε εκεί μια αντικαθεστωτική ζωή και μουσική. Καλλιτέχνες και διανοούμενοι, αλλά και ένας κόσμος της καθημερινής ζωής, περαστικοί και τακτικοί θαμώνες. Μαζί οι εναπομείναντες τελευταίοι. Συνταξιούχοι γιατροί, δικηγόροι. Η αδυναμία τού Χρήστου Βακαλόπουλου να κρυφακούει και να υποκλέπτει τους εμβριθείς και διασκεδαστικούς διαλόγους τους. Και ένα πέρασμα νέων κοριτσιών και φοιτητριών όπου στη θέα τους ο Χρήστος σχολίαζε, «...τώρα περνάει η μεταφυσική!..». Θυμάμαι τον Ηλία Ηλιού ένα πρωινό μαζί με τον Χρήστο Βακαλόπουλο να μας μιλάει για τον Θουκυδίδη! Πολιτικός που πόρρω απέχει από τον σημερινό πολιτικό. Επίσης τον Τσαρούχη. Ηταν η εποχή που τον λοιδορούσαν στον Τύπο για μια υπόθεση κλοπής πινάκων. Τον ρώτησα "Τι κάνετε;". Η απάντησή του ήταν «Με κυνηγούν οι εφημερίδες και ήρθα να ξαποστάσω!».
Μου φαίνεται μέχρι σήμερα αυτό είναι. Ενα καταφύγιο. Εν μέσω της οδού Σκουφά. Ενα καταφύγιο ανθρώπων κάθε κατηγορίας και τάξης. Δεν γνωρίζω, μπορεί να γράφτηκαν όλα αυτά τα χρόνια έργα ή ποιήματα, να γεννήθηκαν σκέψεις και ιδέες σημαντικές ή ασήμαντες, και πάσης φύσεως σχέσεις και όνειρα... Ομως η παρηγοριά του Φίλιον και το στήριγμά του είναι οι εργαζόμενοί του, το προσωπικό, παλαιότεροι ως επί το πλείστον και νεότεροι. Ενα είδος υπό εξαφάνιση που δεν βγήκε από τουριστικές σχολές. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ονόματα, λίγο-πολύ τους γνωρίζουμε οι περισσότεροι με τα μικρά τους ονόματα. Αυτό το ατέλειωτο και αγόγγυστο, ακλόνητο πηγαινέλα τους με καφέδες, γλυκά, αφεψήματα, ποτά, φαγητά, κρασιά που σερβίρονται αδιακρίτως σε φιλοσοφούντες, σε χαρούμενες παρέες, νέους ή ηλικιωμένους, σε μοναχικούς, σε απογοητευμένους μόνιμα ή προσωρινά, σε κουρασμένους ή ευτυχείς. Χωρίς αυτούς Φίλιον ακριβώς δεν υπάρχει. Οπως επίσης εάν επιχειρούσε κανείς να καταμετρήσει τα βήματα αυτών των ανθρώπων, την αμείλικτη επαναληπτικότητα και τις αποστάσεις που έχουν διανύσει όλα αυτά τα χρόνια... Δεν φτάνει νομίζω κανένα ποσόν για να πληρωθούν.
INFO
Διαβάστε ακόμη: το «Filio(n)que» στο «Γλωσσίδι» του Ανδρέα Παππά, Βιβλιοδρόμιο, σελ.7
