Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Μια αίσθηση τρυφερότητας είναι διάχυτη στα «Μαγνητικά πεδία» (Ελλάδα, 2021), πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Γούση, η οποία διακρίθηκε στο περσινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και έχει συγκεντρώσει αρκετές υποψηφιότητες στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Μια μελαγχολική γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, ένας άνδρας πιο πολύχρωμος στην ενδυμασία, ένα Peugeot ονόματι Ζορζ, ένα νησί του Ιονίου. Η γυναίκα δείχνει να βρίσκεται εκεί χωρίς συγκεκριμένο λόγο, ο άνδρας με ένα μεταλλικό κουτί παραμάσχαλα προσπαθεί να θάψει τη θεία του εκεί που η μακαρίτισσα θα ήθελε. Με μια εξαιρετική αίσθηση του πλάνου και με πειραματισμούς στη φωτογραφία του Γιώργου Κουτσαλιάρη που δίνει έναν τόνο μετααποκαλυπτικής ατμόσφαιρας, ο Γούσης στήνει αυτή την απλή ιστορία περιπλάνησης, μοναχικότητας και κυρίως ανθρώπινης επαφής, από την οποία δεν λείπει το σασπένς όπως και το χιούμορ. Η χημεία ανάμεσα στην ψευδοβαμπ ηρωίδα της Ελενας Τοπαλίδου και τον «χύμα» αλλά «σπαθί» Αντώνη Τσιοτσιόπουλο λειτουργεί αποτελεσματικά σε μια ταινία που με τον τρόπο της έχει κάτι να πει για την ανάγκη της ανθρώπινης επικοινωνίας σε μια εποχή που αυτή η έννοια τείνει να φύγει από τη ζωή μας.
«Το κοστούμι» («The outfit», Αγγλία, 2022) διαδραματίζεται στο Σικάγο του 1956, σε ένα ραφτάδικο, αυτό του «Εγγλέζου» (Μαρκ Ρέιλανς), ενός ανθρώπου εξαιρετικά ευγενικού, ήσυχου και μεθοδικού στη δουλειά του, ο οποίος θα μπλέξει σε μια ιστορία σχετική με το οργανωμένο έγκλημα και τους «διαδόχους» του Αλ Καπόνε. Στην ταινία εμφανίζονται ελάχιστα πρόσωπα και τα δρώμενα έχουν από την πρώτη μέχρι την τελευταία σκηνή άξονα τον «Εγγλέζο» που ισχυρίζεται, με σθένος, ότι δεν είναι ράφτης αλλά «κόφτης» και που υποδύεται με άψογο τρόπο ο Στίβεν Ντιλέιν. Η απολύτως κινηματογραφική ματιά του σκηνοθέτη Γκρέιαμ Μουρ βοηθά την ταινία να ξεφύγει από τη θεατρικότητα που συχνά δίνει την εντύπωση ότι έχει, λόγω, κυρίως, του κλειστού χώρου όπου διαδραματίζεται. Ομως το σενάριο (των Μουρ - Τζόναθαν ΜακΛέιν) είναι εκείνο που κυριολεκτικά σε συναρπάζει με τις διαρκείς ανατροπές και τα σκοτεινά μυστικά που όλοι οι ήρωες κρύβουν.
Διαφθορά, εκμετάλλευση, καταπίεση· όλα όσα ζει μια κοινωνία γυναικών στη μεξικανική επαρχία, που προσπαθούν, σιωπηρά αλλά επίμονα, να επιβιώσουν με όποιον τρόπο μπορούν μέσα σε ένα περιβάλλον αστυνομικής και στρατιωτικής διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας και απόλυτης ταπείνωσης του ανθρώπινου είδους - και όλα αυτά δυστυχώς στις μέρες μας. Ακρως πολιτική και πέρα για πέρα επίκαιρη, η ταινία «Η νύχτα της φωτιάς» («Noche de fuego», 2021) σε κερδίζει διότι η τραγικότητα του θέματός της εναρμονίζεται συγκινητικά με την παιδική αθωότητα και πιο συγκεκριμένα το απορημένο, τρομαγμένο αλλά και επιβλητικό, ανήσυχο βλέμμα της κεντρικής ηρωίδας (Μαρία Μεμπρένο) που ενηλικιώνεται, εκ των πραγμάτων απότομα και τραυματικά. Διπλή βράβευση στις Νύχτες Πρεμιέρας της Αθήνας (καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία).
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ. Το ψυχολογικό - οικογενειακό δράμα «Κορδόνια» («Lacci», Ιταλία, 2021) αναλύει με εξονυχιστικό (και ενίοτε βασανιστικό) τρόπο τις λεπτομέρειες των παθών και αδυναμιών μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται η ιστορία μιας προβληματικής τετραμελούς οικογένειας με αφετηρία τη δεκαετία του 1980 και προορισμό τις μέρες μας. Πατέρας, μητέρα, κόρη, γιος - τέσσερις συνηθισμένοι άνθρωποι βουτηγμένοι μέσα στη δίνη μιας ποικιλίας σοβαρών ζητημάτων. Η απιστία του συζύγου (Λουίτζι Λο Κάσο), οι απρόβλεπτες, ενίοτε επικίνδυνες αντιδράσεις της συζύγου (Αλμα Ρορβάχερ), η αδυναμία (φυσικά) των παιδιών να επικοινωνήσουν είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο γονέα, είτε μεταξύ τους. Η στενάχωρη αλλά ουσιαστική αυτή ταινία δεν σε αφήνει ποτέ σε ησυχία και κατά κάποιο τρόπο κολλά στον λαιμό σαν μπουκιά απελπισίας.
Ο «Nitram» (Αυστραλία, 2021) του Τζάστιν Τερζέλ αξίζει κυρίως για τις ερμηνείες των Τζούντι Ντέιβις και Αντονι Λα Πάλια που υποδύονται τους γονείς ενός «προβληματικού» εφήβου, του Νίτραμ (Κέιλεμπ Λόντρι Τζόουνς), κεντρικού προσώπου της ταινίας. Και αξίζουν γιατί τους καταλαβαίνουμε, ταυτιζόμαστε μαζί τους. Πώς μπορούν να διαχειριστούν το άλυτο ψυχικό πρόβλημα του σπλάγχνου τους που τη μια στιγμή είναι τρυφερός, αγαπησιάρης και δοτικός και την άλλη επιθετικός, βίαιος και αυτοκαταστροφικός; Ενα ερώτημα βέβαια που τίθεται στην ταινία είναι για ποιον λόγο ο Νίτραμ κυκλοφορεί ελεύθερος εφόσον ολοφάνερα αποτελεί κίνδυνο για τους γύρω του; Και η εξήγηση της απόφασης της πάμπλουτης Ελεν (Εσι Ντέιβις) να τον πάρει υπό την προστασία της, χαρίζοντάς του την περιουσία της, κάθε άλλο παρά πειστική ήταν. Με δεδομένο ότι η ταινία κινείται σε ένα απολύτως ρεαλιστικό πλαίσιο, αυτά τα ερωτήματα όφειλαν να έχουν τις απαντήσεις τους και να μην αιωρούνται στη δυσάρεστη αυτή ιστορία σαν εκκρεμότητες.
Μια γυναίκα επαγγελματίας δολοφόνος είναι εκείνη που θέλει να εκδικηθεί στην περιπέτεια «Κώδικας εκδίκησης» («The protege», ΗΠΑ, 2021), και ο Θεός να φυλάει αυτόν που θα βρεθεί στο διάβα της. Αποφασιστική, αγέλαστη (όχι όμως χωρίς χιούμορ) και εκπαιδευμένη ως μηχανή θανάτου, η ηρωίδα της Μάγκι Κιου πλαισιώνεται από ένα καλό καστ (Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, ο μέντορας της εκδικήτριας, και Μάικλ Κίτον, ο ανταγωνιστής της) σε μια προβλέψιμη αλλά εύπεπτη περιπέτεια με τη σφραγίδα του καλού επαγγελματία Μάρτιν Κάμπελ. Δεν χάνεις απολύτως τίποτα αν τη χάσεις και περνάς καλά άπαξ αποφασίσεις να τη δεις.
Η υστερία και η «τρέλα» όπου είναι βυθισμένη η ταινία «Λούις Γουέιν - Ενας ξεχωριστός κόσμος» («The electrical life of Lewis Wayne», Αγγλία, 2021) έχουν επιπτώσεις στην ίδια την εξιστόρηση της εκκεντρικής, χαρούμενης, μα συγχρόνως πονεμένης ζωής του Λούις Γουέιν (Μπένεντικτ Κάμπερμπατς). Με το ευφάνταστο ζωγραφικό έργο του και το πάθος του για τις δυνατότητες του ηλεκτρικού ρεύματος, ο Γουέιν συνέβαλε ώστε πολύς κόσμος να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις του για τις γάτες και να τις αγαπήσει. Η παρδαλή σκηνοθεσία του Γουίλ Σαρπ, που θαρρείς ότι προσπαθεί να μιμηθεί τον Τιμ Μπάρτον, κουράζει.
Η ταινία «Σμύρνη μου αγαπημένη» του Γρηγόρη Καραντινάκη (από τη θεατρική επιτυχία της Μιμής Ντενίση) που επανακυκλοφορεί σε ειδικό μοντάζ για τις θερινές κινηματογραφικές αίθουσες, παραμένει η καλύτερη μέχρι σήμερα κινηματογραφική μεταφορά της θηριωδίας που συνέβη στη Σμύρνη το 1922, με ακριβή (και επίκαιρο) πολιτικό προσανατολισμό και χορταστικό θέαμα. Ενώ για πρώτη φορά στην Ελλάδα προβάλλεται το ρεαλιστικό κοινωνικό δράμα «Ανοιξη σε ένα μικρό χωριό» (Xiao Cheng zhi Chun, Κίνα, 1948) του Μου Φέι, που έχει ψηφιστεί ως η καλύτερη κινεζική ταινία που φτιάχτηκε ποτέ.