Μικρό βήμα προσέγγισης των ελληνικών αξιώσεων σχετικά με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κάνει ο συνασπισμός του «σηματοδότη» της μελλοντικής κυβέρνησης της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, κρατάει στον πάγο τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις Τουρκίας – ΕΕ.

Η νέα κυβέρνηση του «σηματοδότη» και ο Σοσιαλδημοκράτης νέος καγκελάριος Ολαφ Σολτς έχουν μπροστά τους ένα 15ήμερο μέχρι να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της Γερμανίας. Αλλά ο νέος άνεμος της κυβερνητικής αλλαγής άρχισε ήδη να πνέει. Τον φέρνει στις διμερείς, ελληνογερμανικές σχέσεις κυρίως η συμμετοχή των Πρασίνων στη νέα κυβέρνηση του Βερολίνου, στην οποία η συμπρόεδρος των Πρασίνων Αναλένα Μπέρμποκ προορίζεται να αναλάβει το υπουργείο Εξωτερικών.

Η κυβερνητική συμφωνία Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων – Φιλελευθέρων που παρουσιάστηκε την Τετάρτη στο Βερολίνο θίγει εμμέσως και το ζήτημα των ελληνικών διεκδικήσεων από τη Γερμανία για την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αναφορά περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο «Κουλτούρα μνήμης», την οποία τα τρία κόμματα της μελλοντικής κυβέρνησης αντιλαμβάνονται ως «δράση για τη δημοκρατία και πορεία προς ένα κοινό μέλλον». Επικαλούνται δε το παράδειγμα συγκεκριμένων χωρών: «Ειδικά σε σχέση με τους ευρωπαίους γείτονες φέρουμε μία ιδιαίτερη ευθύνη. Αλλά και οι επίκαιρες συζητήσεις, όπως στην Ελλάδα ή στην Ουκρανία, δείχνουν ότι η κοινή επεξεργασία του παρελθόντος δεν έχει κλείσει» αναφέρεται στο κείμενο της συμφωνίας.

Η αναφορά αυτή απηχεί τη θέση του κόμματος των Πρασίνων, οι οποίοι διάκεινται ευνοϊκά στην εξεύρεση μιας λύσης στη διμερή διένεξη Ελλάδας – Γερμανίας για το ζήτημα των αποζημιώσεων από την περίοδο της Κατοχής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ελληνικές κυβερνήσεις θεωρούν τις αξιώσεις αυτές ενεργές, η Γερμανία από την πλευρά της θεωρεί το ζήτημα των αποζημιώσεων «οριστικά λήξαν» με τη «Συμφωνία 2+4» για την επανένωση της Γερμανίας το 1990.

Η λεκτική διατύπωση της κυβερνητικής συμφωνίας για «κοινή επεξεργασία» του ιστορικού παρελθόντος είναι ένα βήμα προς τις ελληνικές θέσεις και την έναρξη μιας διμερούς συζήτησης του θέματος. Ωστόσο είναι πολύ γενική για να παραπέμπει σε αποδοχή των ελληνικών αξιώσεων για καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων άνω των 300 δισ. ευρώ εκ μέρους της Γερμανίας.

Η νέα κυβέρνηση της Γερμανίας θα κρατήσει στον πάγο τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την ΕΕ. Αντ’ αυτού θα κινηθεί στην κατεύθυνση ενός διευρυμένου διαλόγου της ΕΕ με την Τουρκία, ο οποίος έχει δρομολογηθεί για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης.

«Η Τουρκία παρά τις ανησυχητικές πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό και τις εντάσεις στην εξωτερική πολιτική παραμένει ένα σημαντικός γείτονας της ΕΕ και εταίρος στο ΝΑΤΟ» αναφέρεται στην κυβερνητική συμφωνία του «σηματοδότη». Σημειώνεται επίσης ότι «ο μεγάλος αριθμός των πολιτών με βιογραφικές ρίζες στην Τουρκία διαμορφώνει μία ιδιαίτερη εγγύτητα μεταξύ των χωρών μας και είναι αυτονόητα τμήμα της γερμανικής κοινωνίας».

Ταυτόχρονα, αναβαθμίζονται στην κλίμακα αξιολόγησης της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής ζητήματα δημοκρατίας, κράτους δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που αποκλείουν θετική εξέλιξη στις ευρω-τουρκικές σχέσεις υπό τις σημερινές συνθήκες. Οπως αναφέρεται συγκεκριμένα, «δημοκρατία, το κράτος δικαίου, όπως και τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα γυναικών και των μειονοτήτων έχουν σε μεγάλο βαθμό περισταλεί. Για τον λόγο αυτόν, δεν πρόκειται να κλείσει κανένα κεφάλαιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων ούτε να ανοίξει νέο».

Κάτω από τον πήχη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, η νέα κυβέρνηση του Ολαφ Σολτς θα επιδιώξει «να ενδυναμωθεί η ατζέντα διαλόγου ΕΕ – Τουρκίας και να διευρυνθούν οι ανταλλαγές σε θέματα κοινωνίας πολιτών και προγραμμάτων νεολαίας».