Αυτές τις ώρες, του μεγάλου καύσωνα και της μεγάλης δυσφορίας, όπου οι αντοχές μας αγγίζουν κυριολεκτικά το κόκκινο, η σκέψη μου  τρέχει σ’ εκείνους τους συμπατριώτες μας που δεν απομακρύνονται ποτέ από την περιοχή του κόκκινου, που η βάρδια τους συχνά ξεκινάει με τη σειρήνα ενός συναγερμού. Εβλεπα τις προάλλες μια φωτογραφία με δυο πυροσβέστες – μια γυναίκα, έναν άνδρα – να ξαποσταίνουν σ’ ένα πεζούλι,  ημιλιπόθυμοι, προτού πιάσουν πάλι τις μάνικες. Τι να πουν σε αυτούς τους ανθρώπους οι 42 βαθμοί Κελσίου, όταν  βρίσκονται αντιμέτωποι με τους 451 Φαρενάιτ; Πριν από λίγους μήνες, σε όλες τις στάσεις των λεωφορείων, το σημαδεμένο πρόσωπο μιας νοσηλεύτριας μάς υπενθύμιζε ότι η δική μας δυσανεξία για την περιστασιακή χρήση της μάσκας δεν μπορεί ούτε κατ’ ελάχιστον να συγκριθεί με την καθημερινότητα όσων είναι υποχρεωμένοι να φορούν επί ώρες μια παραλλαγή στολής αστροναύτη και να δίνουν τη μάχη κατά της πανδημίας στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Δίπλα σε αυτούς, οι διασώστες στο ανοιχτό πέλαγος και, φυσικά, οι φαντάροι που χρησιμεύουν ως πασπαρτού σε κάθε επείγουσα περίπτωση καταστροφής,  ώστε να φρενάρουν είτε με αντιπυρικές ζώνες τις πυρκαγιές είτε με αναχώματα τις πλημμύρες. Από καιρού εις καιρόν θυμόμαστε αυτούς τους ανθρώπους, βγαίνουμε στα μπαλκόνια και τους χειροκροτούμε ή τους αφιερώνουμε τιμητικές «παγκόσμιες ημέρες», αλλά μετά δυσκολίας κατορθώνουμε να κρύψουμε την πικρή και άβολη αλήθεια: πάντοτε τους εκλαμβάνουμε ως… δεδομένους.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ