Είναι ένα πρόσωπο

φτιαγμένο από παιδικό χρόνο,

μια αμνάδα των ατμών

που στέκει ορθή

και ακίνητη

σα λέαινα της βιτρίνας

θαύμα ιδέσθαι.

Έχει ένα όπλο χρυσό και πελώριο

παρά πόδα,

όπλο από αγάπη.

Τη συναντάς μες στην ανάγκη σου,

τη χρησιμοποιείς

κι ύστερα μακραίνεις,

όπως μακραίνουν οι σκιές,

καθώς ο χρόνος απομακρύνεται

και πάει.

Αλλά κι εκείνη σε έχει χρησιμοποιήσει,

το νιώθεις καλά

καθώς βλέπεις τα πόδια της πρησμένα

απ’ την αντίσταση του κορμιού σου.

Τότε το παίρνεις αποφαση –

είσαι πια αρκετά μακριά-

το παίρνεις απόφαση και λες:

ναι έτσι γίνανε,

αλλά ρύσαι,

ρύσαι από αυτή την αγάπη

που της κάνει τα πόδια

να πρήζονται.

Μετά όλα γίνονται

με τον ίδιο τρόπο,

αλλά πιο ήσυχα.

Τη φιλάς στο μάγουλο,

της λες τα νέα σου

αλλά η αγάπη πια δεν πληγώνει.

Έχει αντικατασταθεί από το χρόνο.

(Το πρώτο ποίημα της συλλογής

«Σαν χρέος»,

εκδ.Νεφέλη, 2020, με τίτλο

«Το όπλο» του Ορφέα Απέργη)