Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Πριν από μια εβδομάδα
Από την περασμένη Δευτέρα, από τότε δηλαδή που επαναλειτούργησαν τα εμπορικά καταστήματα ύστερα από λουκέτο δυόμισι μηνών, ξεκίνησε η γκρίνια, η απαξίωση, η κοροϊδία, η ειρωνεία. Για όλους εμάς τους ανεύθυνους, τους επιπόλαιους, τους ματαιόδοξους, τους σαχλαμαράκηδες, τους κατωτέρας συνείδησης πολίτες, τους τιποτένιους τέλος πάντων που, εν μέσω πανδημίας, θα τρέχαμε στα μαγαζιά για να αγοράσουμε ένα μπλουζάκι των 10 ευρώ και ένα εσώρουχο που στην πραγματικότητα, υποτίθεται ότι, δεν χρειαζόμαστε. Ηρθαν και τα πλάνα του Σαββατοκύριακου από την Ερμού (με αυτήν την ασάφεια του τηλεφακού σε ό,τι αφορά την πυκνότητα του κόσμου) κι έπεσε βαρύ το ανάθεμα.
Τα ακούω και τα διαβάζω μέρες τώρα. Από το αστείο που πάλιωσε περί «ανοησίας της αγέλης» έως κάτι παραληρήματα και διαδικτυακά «σεντόνια», ασυναρτησίες που μπλέκουν ευφυολογήματα με αναλύσεις επιπέδου Ονειροκρίτη για τα «πρόβατα» που τρέχουν στα μαγαζιά. Και με την αυθυποβολή του αν σηκώσω απαξιωτικά το φρύδι στην ανάγκη για shopping, είμαι καλύτερος, πιο διανοούμενος, πιο σικ και, γενικά, «πιο» άνθρωπος. Ψυχραιμία παιδιά. Το πολύ «αφ υψηλού» εγκυμονεί σοβαρό κίνδυνο κοινωνικού ιλίγγου. Θα προσπεράσω τα αυτονόητα, ότι δηλαδή το λιανικό εμπόριο είναι βασικός πυλώνας της οικονομίας και ότι - κατά τον Ανταμ Σμιθ - ο αποκλειστικός σκοπός της παραγωγής είναι η κατανάλωση. Αυτονόητο επίσης ότι θα πρέπει, εμείς οι καταναλωτές, να τηρούμε τα μέτρα προστασίας ακόμη πιο σχολαστικά από όσο επιβάλουν οι κανονισμοί. Ετσι ώστε να μη χάσουμε το πολύτιμο αγαθό της κατανάλωσης.
Δεκαετίες τώρα βουίζουν στ' αυτιά μου τα φληναφήματα περί δεινών του καταναλωτισμού. Ιδια, απαράλλαχτα και πληκτικά. Από την άλλη, όμως, εδώ και κάμποσες δεκαετίες, οι δείκτες του βιοτικού επιπέδου ανεβαίνουν χέρι χέρι με τους δείκτες κατανάλωσης. Στην Ελλάδα και σε όλον τον κόσμο. Τι να κάνουμε τώρα; Στοιχείο αναπόσπαστο της κοινωνίας. Από τον γυρολόγο, στην υποτυπώδη συγκρότησή της, και τα παζάρια των μεγαλύτερων κοινοτήτων έως τα σύγχρονα mall.
Είναι επίσης και ο ψυχολογικός παράγοντας. Μέχρι το ακραίο και παθογενές «ψωνίζω άρα υπάρχω», μεσολαβούν πολλά στάδια χαράς (δεν είναι τυχαίο ότι στη διαδικτυακή εποχή μας το unboxing έγινε επάγγελμα). Αυτής που δίνει η απόκτηση ενός αγαθού ακόμη και αν δεν είναι απαραίτητο. Εξάλλου, την ομορφιά στη ζωή δεν τη δίνουν τα απαραίτητα αλλά τα περιττά. Ετσι λένε ο Σακελλάριος και ο Γιαννακόπουλος στο «Ενα βότσαλο στη λίμνη». Το 1952 δε.
Πριν από ένα χρόνο
Από ένα τυχαίο ψάξιμο στον υπολογιστή μου, βρήκα ότι πέρυσι τέτοιες μέρες ανέφερα για πρώτη φορά σε κείμενό μου για την εφημερίδα, τη λέξη κορωνοϊός - όπως λέει και η φίλη μου η Γιούλα τότε που ακόμη δεν ξέραμε ακόμη πώς γράφεται και νομίζαμε πως, αν μάθουμε τη σωστή ορθογραφία, θα λυθεί το πρόβλημα. Τι έγραφα τότε; Κάτι λυρικά για τις φωνές των ανθρώπων στην Ουχάν. Κάτι εντελώς ανούσια δηλαδή σε σχέση με αυτό που μας περίμενε. Εν τω μεταξύ, μέσα στον χρόνο που μεσολάβησε, συνηθίσαμε κι εμείς να ζούμε στην προσωπική μας επικράτεια, αποκλεισμένοι από τη στοιχειώδη κοινωνικότητα, χωρίς θέατρα, μπαρ και εστιατόρια και, κυρίως, χωρίς την «πολυτέλεια» ενός ξενυχτιού με αγαπημένους φίλους, χωρίς τις αγκαλιές και τα φιλιά τους. Διαβάζοντας τώρα εκείνο το κείμενο, το μυαλό μου πήγε σε ένα διήγημα του Σαμ Σέπαρντ. Δεν θυμάμαι τον τίτλο του. Θυμάμαι όμως πως άρχιζε με την περιγραφή ενός μπαρ στον τοίχο του οποίου υπήρχε η επιγραφή «Η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει όταν εσύ κάνεις σχέδια». Με είχε εντυπωσιάσει διότι ήταν μια ωραία αλήθεια που όμως την αντιλαμβανόμουν εντελώς θεωρητικά. Σήμερα πλέον, πιστεύω ότι τίποτα δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένο. Αν μη τι άλλο, διότι θα είμαστε δυστυχείς κάθε φορά που θα ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ανατροπή των δεδομένων μας. Δηλαδή, συνέχεια.