«Ειλικρινά δεν θα ξεχάσω την εμπειρία που έζησα όταν πήγα και επισκέφτηκα την ακαδημία που έχει φτιάξει, τη Mamba Academy. Δεν ήταν απλά μια επιχείρηση, αλλά ένα δημιούργημα με μεγάλο μεράκι και αγάπη.
Απίστευτο το πόσο αγάπη έβγαζε μέσα από αυτό το πρότζεκτ στα παιδιά για να αγαπήσουν το άθλημα, τον αντίπαλο, τον συμπαίκτη. Επειδή και εμένα μου αρέσουν αυτά τα πρότζεκτ που έχουν να κάνουν με την εκμάθηση των παιδιών, την επαφή και την καλλιέργεια στον χαρακτήρα τους, είχα αποφασίσει να κάνω αυτό το ταξίδι και έμεινα έκπληκτος τόσο με τις εγκαταστάσεις όσο και γενικότερα με το όλο εγχείρημα και το πώς το είχε στήσει.
Με τους πειρασμούς που έχουν τα παιδιά σήμερα, έχουμε ανάγκη από τέτοιους χώρους ώστε να μαθαίνουν τις αξίες του αθλητισμού και της ζωής».
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης «αποθεώνει» τον Κόμπι για τη στάση ζωής του και μοιράζεται με «ΤΑ ΝΕΑ» τις αναμνήσεις του τόσο από τη συνάντησή τους στον αγωνιστικό χώρο, όταν οι ΗΠΑ έπαιξαν με την Ελλάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008, αλλά και από την ακαδημία που είχε δημιουργήσει ο μεγάλος αυτός παίκτης και ο Δράκος είχε την ευκαιρία και την τύχη να τη ζήσει από κοντά.
«Σεβόταν και εκτιμούσε»
«Στο Πεκίνο το 2008, είχε έρθει να δει τη ζωή στο Ολυμπιακό Χωριό. Ηταν απλός ως άνθρωπος και αυτό οφείλεται στο ότι ξεκίνησε από την προσπάθειά του να διακριθεί αθλητικά. Εγινε σταρ μέσα από αυτό που έκανε. Ποτέ δεν ξέχασε πόσο σημαντικό είναι να παίζεις αυτό το άθλημα, να μάθεις να σέβεσαι τους αντιπάλους σου, να μάθεις να εκτιμάς τους προπονητές σου και ποτέ δεν ξέχασε από πού ξεκίνησε. Και αν κάποιος ανατρέξει στον τρόπο που προσέγγιζε το παιχνίδι και μιλούσε για το πώς παίζεται το μπάσκετ στην Ευρώπη, θα δει τη διαφορά.
Ηταν από τους πρώτους που κατάλαβε και γνώριζε - και το διέδιδε - πόσο σωστά διδάσκεται το μπάσκετ και στην Ευρώπη. Αναδείκνυε το γεγονός ότι μέσα από τη σκληρή δουλειά και το ταλέντο θα υπάρξουν παιδιά και από την Ευρώπη που θα εκτοξευτούν. Το έλεγε, το πίστευε και, το βασικότερο, το σεβόταν πολύ» λέει ο Παναγιώτης Γιαννάκης και θυμάται τη δική του εμπειρία:
«Οταν είχα πάει το 1982 στο ντραφτ για τους Μπόστον Σέλτικς, με κοίταγαν περίεργα και με ρώταγαν από πού είμαι. Οταν τους είπα "από την Ελλάδα", μου λένε "καλά, παίζετε μπάσκετ εκεί; Και δεν φοβήθηκες να έρθεις να παίξεις εδώ, κόντρα στους Αμερικανούς;". Ετσι μας έβλεπαν χρόνια στις ΗΠΑ, όχι εμάς μόνο, όλη την Ευρώπη. Ε, λοιπόν, ο Κόμπι Μπράιαντ, μαζί με τον φίλο μου τον Μάικ Σιζέφσκι, προέβαλαν πολύ το ευρωπαϊκό μπάσκετ και το βοήθησαν να πάρει τη θέση που του αρμόζει, και αυτό ξεκινούσε βασικά και από τον σεβασμό που έδειχναν στον αντίπαλο και ο οποίος δεν ήταν ποτέ προσποιητός. Οσο καλός και να γίνεσαι, ελλοχεύουν οι αδυναμίες σου και εμείς το 2006 αναδείξαμε τις αδυναμίες των Αμερικανών όταν τους νικήσαμε στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος και τους κάναμε να τις βελτιώσουν, με αποτέλεσμα από τότε να μην ξαναχάσουν μέχρι το 2019» λέει ο Παναγιώτης Γιαννάκης.
«Καταλάβαινες την καλλιέργειά του»
Και συνεχίζει: «Ο Κόμπι ήταν ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, το έβλεπες από τον τρόπο που μιλούσε και φερόταν γενικότερα. Από τον τρόπο που έβλεπε το μπάσκετ και στο παιχνίδι του και εκτός παρκέ. Ηταν μια πληθωρική προσωπικότητα και σε εικόνα και σε αξία. Ηταν κάτι ξεχωριστό και άφησε το στίγμα του στο παγκόσμιο μπάσκετ, δεν το συζητάμε» τονίζει ο Δράκος και εξηγεί γιατί μόνο ο Κόμπι Μπράιαντ κατάφερε να φτάσει το παιχνίδι του τόσο κοντά σε αυτό του μεγάλου Μάικλ Τζόρνταν. «Σπάνια θα δεις, πράγματα που κάνει ένας πολύ μεγάλος παίκτης, να βρίσκεται άνθρωπος που να καταφέρνει να τα αντιγράψει. Αυτός κατάφερε να αντιγράψει τέλεια κινήσεις του Τζόρνταν, πράγμα σπάνιο στον παγκόσμιο αθλητισμό. Θέλει πολλή δουλειά πέρα από το ταλέντο, που έτσι κι αλλιώς είχε. Είναι κάποιες κινήσεις του Τζόρνταν που πολλοί θα ήθελαν να τις κάνουν αλλά δεν μπορούν. Ο Κόμπι το έκανε γιατί είχε την ικανότητα, το ταλέντο, αλλά συνδύαζε και την πολλή και σκληρή δουλειά, αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο, ιδιαίτερα σε αυτό το επίπεδο. Ο τρόπος γενικότερα που προσέγγιζε το παιχνίδι ήταν εξαιρετικός και είναι, νομίζω, η παρακαταθήκη του ώστε να μας εμπνεύσει για να το κάνουμε ακόμα καλύτερο».
«Αυτός όριζε το πώς θα πάει το παιχνίδι»
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πόσο απλός άνθρωπος ήταν όταν επισκέφτηκε το Ολυμπιακό Χωριό στο Πεκίνο το 2008. Ηθελε να ζήσει την εμπειρία και εκείνη τη στιγμή έβλεπες έναν αθλητή που αν δεν ήξερες ότι είναι σουπερστάρ δεν θα το πίστευες».
Ο Θοδωρής Παπαλουκάς τον είχε αντιμετωπίσει με την εθνική μας ομάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008 και αυτό που του έχει εντυπωθεί στη μνήμη είναι ο σεβασμός που έδειχνε στον αντίπαλο, αλλά και το πόσο απλός ήταν στις κινήσεις του χωρίς να το παίζει ο μεγάλος και απόμακρος σταρ.
«Αν και έμενε με την ομάδα των ΗΠΑ, κυρίως για λόγους ασφαλείας στο πλωτό ξενοδοχείο, είχε επισκεφτεί το Ολυμπιακό Χωριό για να δει πώς είναι η ζωή των αθλητών σε αυτό. Είχαμε βρεθεί στο εστιατόριο του χωριού και παραδόξως είχε έρθει αυτός πρώτος και μου μίλησε στο πρωινό. Ηταν πραγματικά εγκάρδιος, ενώ πάντα έδειχνε σεβασμό και ιδιαίτερα στο ελληνικό μπάσκετ για το οποίο ήξερε πολλά», λέει ο Θοδωρής Παπαλουκάς, που στέκεται ιδιαίτερα και στο στυλ που είχε στον αγώνα.
Το Mamba mentality
«Ηταν εντυπωσιακό το πώς μπορούσε να καθορίζει ένα παιχνίδι και να το φέρνει στα μέτρα του, στο Mamba mentality. Τεράστιο ταλέντο και δείγμα του πόσο μεγάλος παίκτης ήταν. Γενικότερα είχε επίδραση στο παιχνίδι και άφησε το δικό του στίγμα στο παγκόσμιο μπάσκετ. Ηταν επαγγελματίας κάθε φορά στο 101% σεβόμενος πρώτα απ' όλα τον εαυτό του, είτε έπαιζε τελικό ΝΒΑ ή Ολυμπιακών Αγώνων, είτε έπαιζε με τους φίλους του ή τα παιδιά του. Μετά τον χαμό του είχαν βγει πολλές λεπτομέρειες για την προσωπικότητά του και το πόσα πράγματα πρωτοποριακά ήθελε να κάνει ή είχε ξεκινήσει ήδη να κάνει. Λάτρευε - και λόγω της κόρης του που ήταν μεγάλο ταλέντο - το γυναικείο μπάσκετ και πιστεύω ότι θα το βοηθούσε να αναπτυχθεί πάρα πολύ. Είναι κρίμα που αυτός ο άνθρωπος έφυγε τόσο βίαια και δεν μπόρεσε να ζήσει περισσότερο την οικογένειά του αλλά και πράγματα που είχε στο μυαλό του να κάνει μετά την αγωνιστική του συνταξιοδότηση. Σίγουρα λείπει σε όλους μας, αλλά το μεγάλο δράμα είναι για την οικογένειά του που έμεινε πίσω, έχοντας χάσει τόσο τον Κόμπι όσο και την κόρη του».
«Ο,τι πιο κοντινό στον Τζόρνταν»
«Ο Κόμπι ήταν μια τεράστια προσωπικότητα και ένας μεγάλος παίκτης. Είχε αθλητικό εγωισμό και ήταν γεννημένος νικητής».
Ο Βασίλης Σπανούλης είχε την τύχη να τον γνωρίσει καλύτερα ίσως από τον καθένα όσον αφορά τους έλληνες παίκτες, αφού εκτός από την αγωνιστική κόντρα με την Εθνική μας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008, τρία χρόνια αργότερα είχαν την ευκαιρία να τα πουν σε ένα χρονικά άνετο τετ α τετ στην εκδήλωση που είχε ετοιμάσει στην Αθήνα προς τιμήν του τεράστιου αυτού παίκτη η Nike.
«Ηξερε τα πάντα για την Ευρώπη»
«Πράγματι το 2011, όταν έγινε το event της Nike στην Αθήνα όπου είχαμε βρεθεί, τα είπαμε αρκετά. Οχι μόνο στην εκδήλωση, αλλά και αμέσως μετά όπου πήγαμε μαζί σε ένα εστιατόριο να φάμε και καθίσαμε και μιλήσαμε δύο ώρες σχεδόν για όλα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση η τελειομανία του και το πόσο ήθελε να πάρει πολλούς τίτλους. Ιδιαίτερα αυτό, τα περί κατάκτησης τίτλων, ήταν που το είπε πολλές φορές και δεν είναι τυχαίο. Ενα άλλο στοιχείο είναι ότι ήξερε τα πάντα για το ευρωπαϊκό μπάσκετ και γενικότερα για τους ευρωπαίους παίκτες, κάτι που δεν το συναντάς εύκολα σε Αμερικανούς, ιδιαίτερα τέτοιας τεράστιας εμβέλειας. Μου προκάλεσε μεγάλη αίσθηση το πόσο ενημερωμένος ήταν για το άθλημα στην ήπειρό μας. Ηταν κάτι που μου έκανε πραγματικά μεγάλη εντύπωση αφού ήξερε και λεπτομέρειες για παίκτες, ομάδες και γενικά για την πρόοδο του ευρωπαϊκού μπάσκετ» λέει ο αρχηγός του Ολυμπιακού, που τον αντιμετώπισε και πρόσωπο με πρόσωπο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Κίνας.
«Βρεθήκαμε αντίπαλοι το 2008 στο Πεκίνο. Εμείς είχαμε νικήσει τους Αμερικανούς, χωρίς τον Κόμπι τότε, στο Παγκόσμιο της Ιαπωνίας το 2006 στον ημιτελικό και δεν το είχαν ξεχάσει. Ηταν απίστευτο με τι ένταση μας μάρκαραν σε κάθε φάση. Από την πλευρά του ο Κόμπι μας είχε δείξει και πριν και μετά τον αγώνα τον σεβασμό του και αυτό ήταν ξεχωριστό. Μιλάμε για έναν παικταρά, πραγματικά, ό,τι πιο κοντινό έχουμε δει στον Μάικλ Τζόρνταν».