Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Πέρασαν 12 χρόνια από τότε που δολοφονήθηκε ο νεαρός Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Η υπόθεση, στο στενό της νομικό σκέλος, έχει κριθεί αμετάκλητα από τη Δικαιοσύνη. Εκκρεμεί μεν απόφαση αναίρεσης για το ζήτημα της αναγνώρισης ελαφρυντικών και μόνο, αλλά αυτό αφορά μόνο την ποινική μεταχείριση του δράστη. Η κρίση της Δικαιοσύνης για το έγκλημα είναι ότι ήταν ανθρωποκτονία με άμεσο δόλο. Αλλωστε, ακόμη κι αν είχε δοθεί ένας διαφορετικός χαρακτηρισμός, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχαμε μια κραυγαλέα περίπτωση αυθαίρετης και παράνομης αστυνομικής βίας που κόστισε τη ζωή ενός νέου παιδιού.
Οι ιδιαίτερες συνθήκες της δολοφονίας, μιας δολοφονίας στα καλά καθούμενα και με μόνη αιτία μια εντελώς στρεβλή αντίληψη ενός αστυνομικού για το καθήκον του, για τη φύση της δουλειάς του και για την εξουσία που έχει, αλλά και η νεότητα του θύματος, είχαν σαν συνέπεια μια μεγάλη εξέγερση που πήρε επετειακό χαρακτήρα και σαφώς παράνομα και αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά. Οι βανδαλισμοί, οι καταστροφές περιουσιών, η διακινδύνευση ανθρώπινων ζωών κυρίως δεν μπορούν να είναι αποδεκτοί τρόποι αντίδρασης. Αυτές οι ενέργειες, σε συνδυασμό με μια συνεχώς αυξανόμενη τάση της κοινωνίας να αναζητεί «νόμο και τάξη» με οποιοδήποτε κόστος στην ελευθερία και στο κράτος δικαίου, έχουν οδηγήσει σε μια επικίνδυνη για τη δημοκρατία, κατά τη γνώμη μου, αντιμετώπιση της επετείου.
Ολα αυτά τα χρόνια επιχειρήθηκε να δικαιολογηθεί η δολοφονία, ή τουλάχιστον να μειωθεί η φρίκη που πρέπει να μας προκαλεί, στο όνομα «άμυνας» των αστυνομικών και της κοινωνίας, στην «απαράδεκτη» νεανική παραβατικότητα, στις πολλές και σοβαρές παρανομίες που διαπράττονται κατά κατάχρηση δημοκρατικών δικαιωμάτων, στην ανομία που συχνά-πυκνά επικρατεί στο κέντρο της Αθήνας, στην τρομοκρατία που πάντοτε είναι παρούσα στη ζωή μας κι έχουμε αποτύχει να εξαλείψουμε. Και σε κάθε επέτειο η εκτροπή των διαμαρτυρομένων, που δεν είναι απαραίτητα ειλικρινείς στις προθέσεις τους, τροφοδοτεί την αντίληψη ότι η αστυνομική βία πρέπει να αποδεσμευτεί από κανόνες για να είναι «αποτελεσματική». Και στα απλούστερα περιστατικά παρανομιών, όλο και περισσότερους ακούμε να ζητούν «να τους σπάσουν στο ξύλο», όλο και περισσότερους να απαιτούν ωμή, ανεξέλεγκτη, σκληρή βία κατά των «εχθρών της κοινωνίας». Αυτό το «και τι δουλειά είχε εκείνη την ώρα ένα δεκαπεντάχρονο, τόσο μακριά από το σπίτι του, να προκαλεί αστυνομικούς;» κάθε χρόνο ακούγεται πιο έντονα. Και κάθε χρόνο παγιώνει περισσότερο μια αντίληψη ότι πρέπει οι πολίτες να είναι μαζεμένοι, προσεκτικοί, «σεβαστικοί», αλλιώς η Αστυνομία δικαιούται να τους τσακίζει.
Αυτό είναι, για μένα, ολέθριο σφάλμα. Ναι, στους εχθρούς της κοινωνίας και της δημοκρατίας δεν πρέπει να δείχνουμε ανοχή. Και η δημοκρατία πρέπει να αμύνεται, ακόμη και με βία. Αλλά ο μόνος λόγος που η βία αυτή νομιμοποιείται είναι ο αυστηρός περιορισμός της από την ίδια τη δημοκρατία. Ο περιορισμός της από ηθικούς και νομικούς κανόνες, από τον δημόσιο έλεγχο που πρέπει να είναι εξονυχιστικός, απόλυτος και άμεσος. Ακριβώς επειδή η κρατική βία είναι η μόνη αποδεκτή βία σε μια δημοκρατία, η παράνομη και αυθαίρετη άσκησή της από τα όργανα του κράτους είναι η ειδεχθέστερη μορφή βίας.
Στην επέτειο, λοιπόν, της παράλογης αυτής δολοφονίας ενός παιδιού, ό,τι κι αν κάνουν οι εχθροί της, η δημοκρατία πρέπει να στοχάζεται τη δική της ευθύνη, να αγωνίζεται να μειωθεί η πιθανότητα να επαναληφθεί κάτι τέτοιο. Και μόνο έτσι θα μπορεί να αμυνθεί. Αγιάζοντας τα όπλα της, όχι μοιάζοντας στους εχθρούς της. Σήμερα είναι μια μέρα περισυλλογής για τους δημοκράτες, όχι μια μέρα επίδειξης δύναμης. Ελπίζω έτσι να τη βλέπει και το κράτος.
Ο Αντύπας Καρίπογλου είναι δικηγόρος