Το πρώτο αίσθημα δυσφορίας εμφανίζεται όταν η οθόνη του λάπτοπ μαυρίζει κι εμφανίζεται η φράση «Αν δεν πληρώνεις για το προϊόν, τότε είσαι το προϊόν». Η ατάκα της Σοσάνα Ζούμποφ, κλινικής ψυχολόγου και καθηγήτριας Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ με βάζει σε σκέψεις. Πριν προλάβω να αντιδράσω, έρχεται το δεύτερο χτύπημα. «Υπάρχουν μόνο δύο βιομηχανίες που αποκαλούν τους πελάτες τους «χρήστες»: τα παράνομα ναρκωτικά και το λογισμικό», ξαναγράφει η οθόνη. Μαρτυρίες για το εθιστικό σκρολάρισμα εναλλάσσονται με εικόνες ανθρώπων που βρίσκονται δίπλα δίπλα αλλά είναι σκυμμένοι στα κινητά τους χωρίς να μιλούν και την παρατήρηση για τον χρόνο που πετάει χωρίς να το καταλαβαίνουν. Βλέπω κάπου ανάμεσά τους τον εαυτό μου κι αγχώνομαι κάθε καρέ και περισσότερο. Οταν το πλάνο φτάνει στον συσχετισμό της ηλεκτρονικής παρουσίας με την προβολή διαφημίσεων, θυμάμαι εκείνο το επίμονο μπάνερ για τα κομοδίνα που με κυνηγούσε σε κάθε σελίδα τις τελευταίες εβδομάδες, απόρροια της σχετικής μου αναζήτησης προφανώς στο Google. Με το στόμα ορθάνοιχτο συνεχίζω να βλέπω καθώς πέφτουν τα διαγράμματα για την έξι φορές πιο εύκολη διάδοση των fake news στα social media, την αλματώδη αύξηση των αυτοκτονιών σε εφήβους και τις επιθέσεις μίσους σε όλο τον κόσμο. Οταν πέφτουν οι τίτλοι του τέλους και οι ειδικοί προτείνουν να σταματήσουμε να κλικάρουμε στις αυτοματοποιημένες επιλογές που προσφέρονται μέσω αλγορίθμων ως ένα πρώτο βήμα αντίστασης στο σύστημα εξαπάτησης των social media, θέλω να πετάξω όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές που έχω κοντά μου.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ