Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ο Hans Fallada στο μυθιστόρημα «Μόνος στο Βερολίνο» (εκδ. Πόλις) παρουσιάζει την πραγματική ιστορία του Otto και της Elise Hampel (Οτο και Αννα Κβάνγκελ στο μυθιστόρημα), ενός ζευγαριού γύρω στα σαράντα, που ζούσε στο Βερολίνο, οι οποίοι μετά τον θάνατο στο μέτωπο του παιδιού τους, μια μέρα του Σεπτεμβρίου 1940, σκέφτονται να προβάλουν αντίσταση και να ορθώσουν το ανάστημά τους μπροστά στο απάνθρωπο ναζιστικό καθεστώς.
Ετσι, αποφασίζουν να γράφουν καρτ ποστάλ, με συνθήματα εναντίον του Χίτλερ και των θηριωδιών του, τις οποίες άφηναν στα κλιμακοστάσια κτιρίων με γραφεία δικηγόρων και γιατρών, όπου μπαινοβγαίνει πολύς κόσμος, με την ελπίδα να τις δουν και να τις διαβάσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι Βερολινέζοι. Σημείωναν χαρακτηριστικά, σχεδόν σε κάθε κάρτα: «Δώστε και σε άλλους αυτή την κάρτα ή αφήστε την κάπου αλλού για να τη διαβάσουν κι άλλοι!». Εγραψαν και διακίνησαν από τον Σεπτέμβριο 1940 μέχρι τη σύλληψή τους το φθινόπωρο του 1942 περίπου 285-290 κάρτες.
Οι Κβάνγκελ έγιναν ο εφιάλτης της Γκεστάπο και του αστυνομικού επιθεωρητή Ρους που είχε αναλάβει την υπόθεση. Οι προϊστάμενοι του επιθεωρητή είχαν λυσσάξει από το κακό τους! Αν είναι δυνατόν, μέσα στο Βερολίνο, δίπλα από την Καγκελαρία, να διακινούνται κάρτες με «αντεθνικό», «προδοτικό» περιεχόμενο. Μέσα στο γραφείο του Ρους ένας τεράστιος χάρτης του Βερολίνου είχε γεμίσει με καρφιτσωμένα κόκκινα σημαιάκια, όσα και οι κάρτες που κυκλοφορούσαν. Διότι όσοι έβρισκαν κάρτα, από φόβο, αμέσως την παρέδιδαν στην Γκεστάπο. Τρόμος μέγας επικρατούσε στη βερολινέζικη κοινωνία.
Ομως, με τον καιρό οι Κβάνγκελ γίνονται απρόσεκτοι. Δύο κάρτες θα πέσουν από τον χαρτοφύλακα του Οτο μέσα στο εργοστάσιο όπου εργάζεται και έπειτα από έρευνα στο σπίτι του θα βρεθεί εκεί μια μισοτελειωμένη κάρτα, με την ίδια γνωστή καλλιτεχνική γραφή του Οτο. Συλλαμβάνονται αμέσως και οι δύο, κλείνονται στα μπουντρούμια της Γκεστάπο, ανακρίνονται, βασανίζονται, «δικάζονται» από δικαστή που ανέβηκε στην έδρα για να απαγγείλει απλώς την προειλημμένη απόφαση: «θάνατος στους εχθρούς του έθνους»! Ακόμη και ο ίδιος ο υπερασπιστής δικηγόρος του Οτο, αναιρώντας κάθε έννοια υπεράσπισης και καταπατώντας άγραφους φυσικούς νόμους, από συνήγορος υπερασπιστής γίνεται κατήγορος και λέγει προς το δικαστήριο: «Σε αυτή την υπόθεση απεκδύομαι την τήβεννο του συνηγόρου, γιατί πρέπει να γίνω κατήγορος… Κανένα ελαφρυντικό γι' αυτόν τον εγκληματία, που δεν αξίζει να λέγεται άνθρωπος!». Και οι Χάμπελ αποκεφαλίζονται στις 8 Απριλίου 1943 μέσα στη φυλακή Plötzensee του Βερολίνου.
Σήμερα, στο σημείο όπου βρισκόταν το σπίτι του ζεύγους Otto και Elise Hampel υπάρχει αναμνηστική επιγραφή για να θυμίζει τον ωραίο αγώνα που έδωσαν μόνοι τους δύο φτωχοί απλοί άνθρωποι του Βερολίνου απέναντι στην τρομαχτική ναζιστική μηχανή. Ο συγγραφέας στις τελευταίες σειρές του βιβλίου σημειώνει ότι η διαμαρτυρία τους «δεν ακούστηκε» από τους συμπολίτες τους Βερολινέζους και ότι έτσι αυτοί «θυσίασαν χωρίς λόγο τη ζωή τους σ' έναν μάταιο αγώνα». Αλλά στην επόμενη κιόλας φράση, σαν να είπε πολύ βαρύ λόγο, έθεσε μόνος του το ερώτημα: «Μήπως όμως ο αγώνας τους δεν ήταν μάταιος; Μήπως δεν πέθαναν χωρίς λόγο;». Και απαντά γεμάτος ευγνωμοσύνη για τον αγώνα των Κβάνγκελ: «Ο αγώνας τους, τα βάσανά τους, ο θάνατός τους δεν ήταν μάταια»! Και με αυτήν τη φράση τελειώνει το μυθιστόρημα!
Ετσι, λοιπόν, τίθεται διαχρονικά το ερώτημα αν ο αγώνας χωρίς ελπίδα, ο αγώνας ο σχεδόν μάταιος, ο αγώνας που δίνεται για την ελευθερία, για την αξιοπρέπεια και χωρίς αυτός που δίνει τον αγώνα να προσδοκά οφέλη απ' αυτόν, είναι αγώνας δικαιωμένος. Αν δηλαδή ο αγώνας που έδωσαν οι Κβάνγκελ δικαιώθηκε ιστορικά. Πιστεύω ότι ο αγώνας για πανανθρώπινες αξίες, όπως για ελευθερία και δικαιοσύνη, είναι αγώνας προκαταβολικά δικαιωμένος. Γιατί είναι πάντα αγώνας δίκαιος, αγώνας ηθικός, αγώνας ωραίος, που δικαιώνεται ιστορικά και βρίσκει μιμητές. Γιατί, τελικά, το δέντρο της λευτεριάς ποτίζεται πάντα με αίμα, σαν το αίμα των Κβάνγκελ, που χύθηκε για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, για ένα καλύτερο αύριο που δεν θα χαίρονταν οι ίδιοι. Κι αυτό φαντάζει μεγαλειώδες!
Ο Παν. Παναγιωτόπουλος είναι εισαγγελέας Εφετών Αθηνών