Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Οι τρεις κοινωνιολόγοι Βέμπερ, Ντιρκέμ και Παρέτο κατόρθωσαν να γίνουν κλασικοί όσο ακόμα ζούσαν. Ζώντας όλοι στη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αιώνα και στα πρώτα 20 χρόνια του 20ού αιώνα, κατόρθωσαν να περιγράψουν με τόσο ακριβή τρόπο τη μετάβαση από την προ δημοκρατίας πολιτική στην πολιτική του μαζικού εκδημοκρατισμού. Σήμερα μάλιστα που αυτός ο μαζικός εκδημοκρατισμός αμφισβητείται, χρειαζόμαστε τέτοια μεγάλα μυαλά για να αναδείξουν τις νέες τάσεις. Από τους τρεις, όμως, εκείνος που συναντάμε πιο συχνά στην περιγραφή και του σύγχρονου πολιτικού κόσμου είναι ο Μαξ Βέμπερ. Σε κάθε βήμα σκοντάφτουμε πάνω σε δικούς του όρους όπως «τύποι εξουσίας», «ηθική της φρόνησης και ηθική της πεποίθησης», «ιδεότυποι», «χαρισματική ηγεσία» και πολλούς άλλους. Οροι που χρησιμοποιούμενοι στην «πολιτική καθομιλουμένη» πολλές φορές έχουν κακοπέσει και κακοπάθει.
«Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα» είναι μια διάλεξη που έδωσε το 1919 λίγους μήνες μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση και ακριβώς την περίοδο των γερμανικών επαναστάσεων ή εξεγέρσεων. Δυστυχώς τον επόμενο χρόνο πέθανε. Θα ήταν πολύ σημαντικό να έχουμε επεξεργασίες αυτού του μυαλού για την περίοδο της Βαϊμάρης. Αλλά αν και δεν υπάρχουν επιστημονικοί προφήτες, εκπλήσσει η αναφορά του στην κατακλείδα της διάλεξης όπου προειδοποιεί πως φοβάται την Αντίδραση (με κεφαλαίο Α) που θα ξεσπάσει μετά δέκα χρόνια. Το 1929 ακριβώς ήταν η χρονιά που μπήκε για τα καλά στη διεκδίκηση της εξουσίας το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα. Ο Βέμπερ προειδοποιεί για τα δεινά που επιφέρουν οι πολιτικοί του «φρονήματος» και της επανάστασης.
Ξεκινά τη διάλεξη ορίζοντας την έννοια της πολιτικής εξουσίας ως εκείνη τη δραστηριότητα μέσω της οποίας ασκείται κάποιας μορφής διοίκηση. Εδώ όμως αρχίζει, δεν τελειώνει ο ορισμός της πολιτικής. Γιατί το μείζον στην πολιτική είναι η φυσική βία. Προσοχή όμως εδώ. Ο μεγάλος κοινωνιολόγος δεν θεωρεί τη βία μονοπώλιο του κράτους, όπως κάποιες «γλυκανάλατες» προσεγγίσεις τον ερμηνεύουν. Η φυσική βία είναι στοιχείο της πολιτικής, όχι μόνο του κράτους. Η ειδοποιός διαφορά βρίσκεται στο ότι το κράτος κατέχει «το μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας». Το κράτος είναι αυτή η ανθρώπινη κοινότητα που αξιώνει με επιτυχία αυτό το μονοπώλιο.
Με βάση και το γνωστό σχήμα του των τεσσάρων τύπων συμπεριφοράς, ο Βέμπερ διακρίνει τρεις τέτοιους τύπους νομιμοποίησης της εξουσίας. Πρώτη είναι η παραδοσιακού χαρακτήρα εξουσία. Αυτή απαιτεί υπακοή στο έθιμο και όχι σε κάποια απρόσωπη έννομη τάξη. Υπακοή στην παραδοσιακή εξουσία όπως την ασκούσαν οι πατριάρχες και οι πατρογονικοί αφέντες. Δεύτερη είναι η χαρισματική εξουσία. Αυτή απαιτεί υποταγή στη σπάνια προσωπική δωρεά του χαρίσματος και θεμελιώνεται στην προσωπική εμπιστοσύνη του εξουσιαζομένου στον ηγέτη. Αυτή απευθύνεται στην ιδέα του καλέσματος. Τέτοια εξουσία ασκεί ο προφήτης, ο ηγεμόνας, ο μεγάλος δημαγωγός, ο κομματικός αρχηγός. Και τρίτη ακολουθεί η ορθολογικού χαρακτήρα εξουσία. Αυτή απαιτεί υπακοή στο θετό δίκαιο ή αλλιώς στη νόμιμα κατεστημένη απρόσωπη τάξη. Η υπακοή απευθύνεται στα άτομα τα εντεταλμένα με βάση σύννομες θεσπισμένες διατάξεις. Τέτοια εξουσία ασκεί ο «σύγχρονος κρατικός αρχηγός». Βεβαίως κατά τον Βέμπερ κανένας από τους τρεις ιδεοτύπους δεν συναντάται στην ιστορία στην καθαρή του μορφή.
Ολα όμως τα κρατικά μορφώματα υπάγονται σε δύο κατηγορίες. Σ' εκείνα όπου το διοικητικό προσωπικό κατέχει και τα μέσα εξουσίας και σ' εκείνα όπου το διοικητικό προσωπικό είναι αποκομμένο από τα μέσα εξουσίας, όπως οι εργάτες είναι αποκομμένοι από τα μέσα παραγωγής. Η πρώτη κατηγορία συνθέτει αυτό που ονομάζεται «νομοκατεστημένη» ή φεουδαρχική εξουσία. Εδώ την εξουσία ασκεί ο άρχοντας - αφέντης με τη συνδρομή της αυτοδύναμης αριστοκρατίας. Αντιθέτως, τη δεύτερη κατηγορία αποτελούν όλες οι μορφές πατριαρχικής και πατρογονικής εξουσίας, σουλτανικής δεσποτείας και κρατικής γραφειοκρατίας. Εδώ όλη η εξουσία συγκεντρώνεται στην κορυφή και κανένας μεμονωμένος διοικητικός ή κρατικός παράγοντας δεν είναι κάτοχος των μέσων εξουσίας. Το διοικητικό προσωπικό είναι «χωρισμένο» από τα διοικητικά μέσα.
Στη συνέχεια ο Βέμπερ αναφέρεται στην περίφημη διάκριση των περιστασιακών πολιτικών που είναι όλοι οι άνθρωποι και των κατ' επάγγελμα πολιτικών. Οι κατ' επάγγελμα πολιτικοί διαμορφώθηκαν μέσα από τον αγώνα των ηγεμόνων κατά των νομοκατεστημένων τάξεων. Στους κύριους τύπους των κατ' επάγγελμα πολιτικών τοποθετεί τον κλήρο, τους λόγιους, τους αυλικούς, τους κατώτερους ευγενείς, τους νομικούς και δικηγόρους και τους δημοσιογράφους. Η δημοσιογραφική δραστηριότητα όμως σε αντίθεση με αυτή των νομικών σπάνια οδηγεί στην ανάδειξη πολιτικών ηγετών.
Οι πολιτικοί
Οι κατ' επάγγελμα πολιτικοί επίσης χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σ' αυτούς που ζουν «για» την πολιτική και αυτούς που ζουν «από» αυτήν. Ο πολιτικός που ζει από την πολιτική προσπαθεί να την καταστήσει πηγή του εισοδήματός του. Αυτός που ζει γι' αυτήν έχει εξασφαλισμένους πόρους. Ας μη βιαστούμε εδώ να καταδικάσουμε τους πρώτους και να εκθειάσουμε τους δεύτερους. Γιατί κατά τον Βέμπερ οι δύο αυτές κατηγορίες δεν αλληλοαποκλείονται. Οπως με τους τύπους εξουσίας τίποτα δεν είναι καθαρό, έτσι και με τους δύο τύπους πολιτικών πάλι τίποτα δεν είναι απόλυτο. Ουσιαστικά οι πολιτικοί σε διαφορετικές αναλογίες ανήκουν και στις δύο κατηγορίες. Αξίζει όμως να κρατήσουμε την παρατήρησή του πως στις κοινωνίες στις οποίες κυριαρχούν οι πολιτικοί που ζουν για την πολιτική δεσπόζει η πλουτοκρατία, η οποία, αν και δεν ζει «από την» πολιτική, επωφελείται και από αυτή. Ενώ αντιθέτως ο ακραιφνής πολιτικός ιδεαλισμός συναντάται στα φτωχά στρώματα. Είτε «για» είτε «από» ο καλός πολιτικός χρειάζεται να συνδυάζει τρία πράγματα: πάθος, αίσθημα ευθύνης και αίσθηση του μέτρου. Οπως χαρακτηριστικά γράφει, «πολιτική σημαίνει να χτυπάς σκληρά σανίδια, αργά και σταθερά, με πάθος και με μέτρο ταυτόχρονα» (σ. 103).
Οι παρατηρήσεις του για τις απαρχές των κομμάτων συγκλίνουν στη θέση πως πολιτικός και κομματικός αγώνας σημαίνει αναγκαστικά αγώνας συμφερόντων. Αφού κάνει μια περιγραφή του τρόπου λειτουργίας των παραδοσιακών κομμάτων, επικεντρώνεται στα σύγχρονα και κυρίως στη σχέση των ηγετών τους με τα κομματικά μέλη και τους πολίτες. Κομβικός εδώ είναι ο ρόλος της κομματικής «μηχανής» και των «επικεφαλής ισχυρών φορέων συμφερόντων». Σημασία έχει κάποιος να εργάζεται πιστά και αφοσιωμένα για τον ηγέτη, από τον οποίο εξαρτάται η παραμονή του στην κατ' επάγγελμα πολιτική, και όχι για ένα πρόγραμμα ή πολιτικό σχέδιο. Από την άλλη οι λεγόμενοι δημοψηφισματικοί ηγέτες (σήμερα βλέπε αυτό που λέμε εκλεγμένοι από τη βάση) οδηγούν «αδήριτα στον ψυχικό ευνουχισμό των υποστηρικτών τους, στην πνευματική τους προλεταριοποίηση» (σ. 75). Οπως οι μηχανισμοί, έτσι και ο ηγέτης δεν στηρίζεται στην πίστη σε ιδανικά, αλλά στην καλή μοιρασιά εσωκομματικών και κρατικών αξιωμάτων. Είναι τα κόμματα θεσιθήρων ή με τη σημερινή τους ονομασία κόμματα καρτέλ. Ιδιαίτερα «προβοκατόρικες» είναι οι παρατηρήσεις του σχετικά με την πολιτική και τους πολιτικούς που βλέπουν το κράτος ως λάφυρο. Ολοι οι κομματικοί αγώνες δεν γίνονται μόνο για έναν σκοπό, αλλά προπάντων για τη μοιρασιά δημόσιων αξιωμάτων, για την «κρατική ταΐστρα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Παρατηρήσεις που έχουν μεγάλη ομοιότητα με όσα την ίδια περίπου εποχή καταλόγιζε ο Ρόμπερτ Μίχελς στους κομματικούς μηχανισμούς με τον «σιδηρούν νόμο της ολιγαρχίας». Πολλοί κατηγόρησαν και τους δύο για ελιτισμό. Αν και όντως υπάρχουν ψήγματα ελιτισμού στον Βέμπερ, το μείζον γι' αυτόν ήταν η παρουσίαση του πραγματικού τρόπου λειτουργίας των κομμάτων και όχι η αξιολόγησή του.
Τέλος, όσον αφορά τη σχέση της πολιτικής με την ηθική, αν και υποστηρίζει πως η πολιτική δεν αδιαφορεί για τις ηθικές αξιώσεις, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας πως αυτή είναι μια δραστηριότητα που μετέρχεται ένα τόσο ιδιαίτερο μέσο, όπως η βία. Γι' αυτό και η ηθική της διαφέρει από την ηθική άλλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων, όπως για παράδειγμα η θρησκευτική. Εδώ κάνει και τη διάκριση μεταξύ της ηθικής της φρόνησης και της ηθικής της πεποίθησης. Η πρώτη στο όνομα του σκοπού αδιαφορεί για τις επιπτώσεις μιας πολιτικής πράξης, ενώ η δεύτερη πράττει σύμφωνα με τη γνώση πως οι άνθρωποι είναι ατελείς, γι' αυτό και δεν τηρεί δογματικά ηθικές αλήθειες που μπορούν να οδηγήσουν σε καταστροφές. Για την απόλυτη ηθική η αλήθεια είναι ύψιστη υποχρέωση, ενώ η πολιτική ηθική οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες.
Αψογη η μετάφραση του Κώστα Κουτσουρέλη, χωρίς να αποφεύγει τα δύσκολα σημεία, όπως δυστυχώς παρατηρούμε σε κάποιες μεταφράσεις δύσκολων κειμένων. Διευκολύνει αφάνταστα ο δικός του χωρισμός της διάλεξης σε υποκεφάλαια. Και είναι πολύ σωστή η απόδοση της γερμανικής λέξης Beruf και με τις δύο σημασίες της. Μόνο που, κατά τη γνώμη μας, σωστότερο θα ήταν να μιλάμε για «προορισμό» ή «αποστολή» και όχι για «κάλεσμα». Με ενδιαφέρον αναμένουμε από τον ίδιο εκδοτικό και τη μετάφραση του «Η επιστήμη ως κάλεσμα και επάγγελμα». Πραγματικά, πόσο μικρότερες θα ήταν η κοινωνιολογία και η πολιτική επιστήμη χωρίς τον Βέμπερ;
{1BSYG}Max Weber {1BSYG}{2BTIT}Η πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα {2BTIT}{3BEKD}Μτφ. Κώστας Κουτσουρέλης Δώμα, 2019, σ. 112{3BEKD}{4BTIM}Tιμή 10,80 ευρώ (politeia.gr{4BTIM})