Τέσσερις δεκαετίες μετά το πρώτο τους ανέβασμα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, οι «Τρεις αδελφές» ξεκινούν το ταξίδι τους και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Το σπουδαίο έργο του Αντον Τσέχοφ παρουσιάζεται στη δεύτερη κρατική σκηνή σε μετάφραση Γιώργου Σεβαστίκογλου και σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις. Ο λιθουανός σκηνοθέτης συστήνει, μεταξύ άλλων, από τη σκηνή του Θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών τις Χριστίνα Χριστοδούλου, Ιφιγένεια Καραμήτρου και Λένα Νάτση, καθώς και τον Κωνσταντίνο Χατζησάββα, σε ένα κείμενο-σπουδή στον ψυχισμό του δυτικού ανθρώπου, ο οποίος μοιάζει απροετοίμαστος μπροστά στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Για όλα αυτά ο Τσέζαρις Γκραουζίνις μιλάει στο «Νσυν».
Πώς προέκυψε η επιλογή του Τσέχοφ και γιατί τώρα;
Ηταν μια πρόταση του Γιάννη Αναστασάκη. Μου άρεσε η ιδέα να δουλέψω με ένα έργο που αγαπώ, ένα από τα σπουδαιότερα της παγκόσμιας δραματουργίας, όμως από την άλλη μου πήρε χρόνο να το αποφασίσω επειδή ήθελα μια παράσταση η οποία θα συγκινήσει και θα περάσει στο ελληνικό κοινό. Για να είμαι ειλικρινής, στο συγκεκριμένο έργο βλέπω μεγάλη σκληρότητα. Εχει κάτι τραγικό που μπορεί να συντρίψει κάθε ελπίδα και γι' αυτό ελλοχεύει ο κίνδυνος να εξωθήσεις το κοινό στην απελπισία. Το πιο δύσκολο ήταν να βρω μια χαραμάδα φωτός. Οταν τη βρήκα, είπα ναι.
Λένε ότι τα μεγάλα έργα έχουν προκλήσεις, αλλά την ίδια στιγμή επιτρέπουν και μεγάλες ελευθερίες κατά την «επαναφορά» τους. Εσείς πώς σταθήκατε απέναντί του;
Δεν ήθελα να κάνω μια παράσταση για ανθρώπους που πλήττουν, όπως ακούμε συχνά να λένε για τα τσεχοφικά πρόσωπα, ούτε να καταφύγω σε ευκολίες και κλισέ που τελικά περιορίζουν, «κλείνουν» αυτό το τόσο ανοιχτό σε ερμηνείες δραματουργικό υλικό. Προσπάθησα να τον πλησιάσω με περιέργεια, να τον αφήσω να με εκπλήξει ξανά, να βρω εκείνα τα θέματα που είναι αιώνια και να αναδυθεί ο σύγχρονος ήχος τους. Να απελευθερώσω την ενέργεια που τόσο καλά έχει κρύψει ο Τσέχοφ κάτω από στρώματα μιας φαινομενικά ανώδυνης φλυαρίας. Η δραματουργία του άνοιξε νέους δρόμους στους συγγραφείς που ήρθαν ύστερα από αυτόν. Θεωρώ ότι τα έργα του προαναγγέλλουν τον Μπέκετ και τους συγγραφείς του Θεάτρου του Παραλόγου, αλλά και σύγχρονούς μας δραματουργούς. Τα πρόσωπα στις «Τρεις αδελφές» μιλάνε κι εν τω μεταξύ συμβαίνουν τρομερά πράγματα. Ομως ο Τσέχοφ, ως γιατρός, έβλεπε τις παθογένειες που κρύβονταν κάτω από το δέρμα. Αυτή την επιφάνεια του κειμένου προσπάθησα να διαρρήξω. Να βρω τι κρύβουν αυτά τα πρόσωπα ψελλίζοντας καθημερινές κουβέντες. Προσπάθησα ν' ανοίξω αυτό το δεύτερο επίπεδο στους ηθοποιούς και μαζί να το εξερευνήσουμε ώστε να αναδυθεί. Εκεί βρήκαμε εφιάλτες, όνειρα, μοναξιά αλλά και πολλή τρυφερότητα. Μια άλλη πρόκληση ήταν να στήσω μια παράσταση συνόλου με ένα έργο που συνήθως αντιμετωπίζεται σαν κείμενο που αναδεικνύει τη βιρτουοζιτέ πρωταγωνιστών, ενώ κατά τη γνώμη μου πρόκειται για έργο συμφωνικό. Είχα έναν θίασο 15 ταλαντούχων ηθοποιών. Δεν ήθελα να υπάρχουν δορυφόροι, πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές. Νομίζω ότι καταφέραμε να δημιουργήσουμε μια ομάδα που λειτουργεί ως σύνολο, αφήνοντας όμως χώρο στον κάθε ηθοποιό να ανθήσει. Επίσης, επέλεξα οι ρόλοι των τριών αδελφών να παιχτούν από νεαρές ηθοποιούς. Θεωρώ ότι συνειδητά και πολύ στοχευμένα ο Τσέχοφ επέλεξε οι τρεις αδελφές να είναι τρεις νεότατες κοπέλες. Ο «τρυφερός» Τσέχοφ στο τέλος επιφυλάσσει την απόλυτη καταστροφή για τις τρεις αδελφές. Και καθώς πρόκειται για τρία νεαρά κορίτσια, το μέγεθος της καταστροφής είναι συντριπτικό, τραγικό...
Διατηρείτε την κλασική ταυτότητα του έργου ή την ανανεώνετε;
Νομίζω πως ο Τσέχοφ είναι ένας συγγραφέας πολύ παρεξηγημένος. Υπάρχουν όλα αυτά τα κλισέ γύρω από το έργο του κι έχουν γίνει τόσες απόπειρες στην εποχή μας να επικαιροποιηθεί, να γίνει «πιο σύγχρονος», τοποθετώντας π.χ. τη δράση σε μια νατοϊκή βάση κ.λπ. Πιστεύω πως ένας τόσο μεγάλος και ρηξικέλευθος συγγραφέας δεν έχει ανάγκη κανενός είδους «ενίσχυση» από μέρους μας. Τέτοιου είδους προσπάθειες, να «βοηθήσουμε» τα έργα του, να τα φέρουμε «πιο κοντά» στο σημερινό κοινό, δεν είναι παρά απόπειρες να τον φέρουμε στα μέτρα μας, απόπειρες που προκύπτουν από την αμηχανία μας ή τον τρόμο μας ν' αναμετρηθούμε με το σύμπαν του συγγραφέα. Εκκινώ λοιπόν από το κλασικό, αλλά δεν είμαι 150 χρονών για να παρουσιάσω την εποχή του Τσέχοφ. Οι ηθοποιοί και το κοινό της παράστασής μας είναι άνθρωποι μιας άλλης εποχής από αυτή του Τσέχοφ. Οπότε αναπόφευκτα η ματιά θα είναι ανανεωτική. Σέβομαι το κείμενο του συγγραφέα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προσπάθησα να κάνω μια μουσειακή παράσταση. Αντίθετα, αυτόν τον σεβασμό απέναντι στον Τσέχοφ τον εμπνέει η πίστη μου ότι είναι διαχρονικός, ότι τον απασχολούν θέματα που έκαιγαν τους ανθρώπους της εποχής του όσο και εμάς σήμερα. Οπότε δεν αισθάνθηκα ότι έπρεπε να διανθίσω την παράσταση με ευρήματα που θα την καθιστούσαν τάχα επίκαιρη. Είχα ν' αναμετρηθώ με ένα κείμενο κλασικό, με την έννοια του έργου τέχνης που υπερβαίνει τα όρια του χρόνου και του χώρου, και προσπάθησα να το πλησιάσω με σεβασμό αλλά και με τα μάτια του ανθρώπου της εποχής μου. Με αυτή την έννοια, ναι, πιστεύω ότι η ματιά μας στις «Τρεις αδελφές» είναι ανανεωτική.
Ποιο στοιχείο θέλετε να αναδειχθεί από τη δική σας προσέγγιση, ακόμη και αν δεν τα καταφέρετε τελικά;
Η σκληρότητα και η ονειρικότητα. Τα πρόσωπα του έργου τα κατατρέχουν η μοναξιά και η ματαίωση. Παλινδρομούν μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Προσπαθώντας να ισορροπήσουν σ' αυτό το αδυσώπητο σύμπαν, ονειρεύονται πολύ. Μιλάνε γι' αυτά τα όνειρα, μιλάνε για ένα φωτεινό μέλλον. Ομως μ' ενδιέφερε να φανερώσω και τα ζοφερά όνειρα, αυτά για τα οποία δεν μιλάνε. Κι επίσης ήθελα να αναδείξω κι εκείνες τις πτυχές της πραγματικότητας, τις μικρές εκείνες στιγμές που αυτοί οι μοναχικοί, απελπισμένοι άνθρωποι καταφέρνουν να συνυπάρξουν και να απολαύσουν τις μικρές καθημερινές χαρές. Χωρίς αυτές, η ζωή μας θα ήταν ανυπόφορη. Ομως οι τρεις αδελφές, τα τρία κοριτσάκια στο τέλος βλέπουν τις προσδοκίες, τα όνειρά τους να συντρίβονται...
Το «αλλού» και το «μετά» των τριών αδελφών για εσάς πώς μεταφράζεται;
Δεν είναι εύκολο να εξηγήσω με λόγια αυτό που αναζήτησα με αγωνία να μεταφράσω στη γλώσσα του θεάτρου. Ομως αυτό το «αλλού» και το «μετά» προσπαθήσαμε να καταλάβουμε, να ερμηνεύσουμε κατά τη διάρκεια των δοκιμών.
Οι πρωταγωνιστές ξέρουν βαθιά μέσα τους ότι δεν θα φτάσουν ποτέ στη Μόσχα. Εχετε βρει μια απάντηση γιατί συνεχίζουν να την οραματίζονται;
Μάλλον δεν έχουν άλλον τρόπο να συνεχίσουν να ζουν.
Εχετε φίλους που συνεχίζουν να ταξιδεύουν, αν και ξέρουν ότι στην πορεία τους θα έρθουν οι δύσκολοι αποχαιρετισμοί; Γιατί συμβαίνει αυτό στις ζωές μας;
Μήπως γιατί το ένστικτο της ζωής και η ανάγκη για χαρά είναι πιο ισχυρό από τη γνώση του παραλόγου; Είναι ζωτικής σημασίας να βρίσκουμε τρόπους για να συνεχίζουμε το ταξίδι που είναι η ζωή, έστω κι αν γνωρίζουμε καλά ότι στο τέλος αυτό που μας περιμένει δεν είναι ευχάριστο. Νομίζω ότι η βαθύτερη κατανόηση της ζωής εμπεριέχει τη χαρά και πιστεύω ότι η χαρά μπορεί να βρεθεί ακόμα και μέσα στην απελπισία, στην αρρώστια, στον πόνο και στον θάνατο. Οχι μόνο μπορεί, αλλά πρέπει να βρεθεί, αλλιώς...
Εσείς έχετε μια Μόσχα στη δική σας ζωή; Ενα όνειρο που μένει απραγματοποίητο;
Με χιούμορ μπορώ να πω ότι αντί της Μόσχας έχω το Βίλνιους, την πόλη της νεότητάς μου, στην οποία θα ήθελα να επιστρέψω. Ομως, όπως είπα, αστειεύομαι. Καλύτερα να μην έχει κανείς καμιά Μόσχα να ονειρεύεται. Γιατί καταστρέφει τη χαρά να ξυπνάς στο εδώ και το τώρα κάθε πρωί.
INFΟ
«Τρεις αδελφές», Τετάρτη έως Κυριακή στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (Εθνικής Αμύνης 2, Θεσσαλονίκη, τηλ. 2315-200200, είσοδος 5-13 ευρώ)