Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να πετύχει (και να υπερβεί!) τους δημοσιονομικούς στόχους, όμως αυτή η υπέρβαση βασίστηκε σε δυσβάστακτα φορολογικά βάρη για τη μεσαία τάξη. Ορθώς η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στοχεύει να μειώσει σταδιακά τα φορολογικά βάρη, όμως δεν φαίνεται να διαθέτει τον δημοσιονομικό χώρο για μεγάλες τομές. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό οφείλεται στην ακύρωση της ψηφισμένης μείωσης του αφορολογήτου και της «προσωπικής διαφοράς» του νόμου Κατρούγκαλου για τους παλαιούς συνταξιούχους, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων. Καθένα από αυτά τα δύο μέτρα θα δημιουργούσε δημοσιονομικό χώρο 2 δισ. ευρώ (1% του ΑΕΠ). Η μείωση του αφορολογήτου θα διεύρυνε τη φορολογική βάση, καθώς ο συνδυασμός σχετικά υψηλού αφορολογήτου και έντονα προοδευτικής κλίμακας οδηγεί στην αδικία το 20% των φορολογουμένων να πληρώνει το 90% του φόρου εισοδήματος. Η κυβέρνηση επιχειρεί να υποκαταστήσει αυτό το μέτρο υποχρεώνοντας τους φορολογούμενους να δαπανήσουν το 30% του δηλωθέντος εισοδήματος με ηλεκτρονικές συναλλαγές. Αυτό το μέτρο μάλλον θα επιβαρύνει τα υψηλότερα εισοδήματα παρά θα τα ελαφρύνει. Δεδομένου ότι η συντριπτική πλειονότητα αυτών που μπορούν να φοροδιαφύγουν δηλώνει εισοδήματα κάτω από το αφορολόγητο όριο, επί της ουσίας το μέτρο του 30% αφορά μισθωτούς, συνταξιούχους και ιδιοκτήτες που νοικιάζουν ακίνητα. Αυτοί που είναι πιθανό να πληρώσουν πρόσθετη φορολογία είναι οι υψηλόμισθοι μισθωτοί και όσοι έχουν μεγάλα εισοδήματα από ενοίκια – δηλαδή αυτοί που ήδη υπερφορολογούνται. Η οριακή μείωση του υψηλού συντελεστή από 45% σε 44% για εισοδήματα πάνω από 40.000 ευρώ σίγουρα δεν αρκεί για να αντισταθμίσει την πρόσθετη επιβάρυνση, ενώ η κλίμακα της «εισφοράς αλληλεγγύης», που η κυβέρνηση σκοπεύει να καταργήσει, παραμένει αμετάβλητη προς το παρόν. Τα στοιχεία δείχνουν ότι πέρυσι όσοι δήλωσαν εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ δεν έφτασαν το όριο του 20% σε ηλεκτρονικές συναλλαγές που ίσχυε τότε και επιβαρύνθηκαν με πρόσθετη φορολογία. Μάλλον απίθανο επομένως να φτάσουν φέτος το όριο του 30%, ιδιαίτερα αν έχουν υψηλές δαπάνες για αποπληρωμή τραπεζικών δανείων, έξοδα διατροφής παιδιών, ασφάλιστρα κ.ά. που δεν περιλαμβάνονται στις ηλεκτρονικές συναλλαγές.

Οσον αφορά τις συντάξεις, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να κρίνει αντισυνταγματικές κάποιες από τις διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου δίνει στην κυβέρνηση μια χρυσή ευκαιρία να ξανασχεδιάσει το Συνταξιοδοτικό με τρόπο που το καθιστά βιώσιμο και δίκαιο. Τη στιγμή που η μέση σύνταξη είναι σχεδόν ίση με τον μέσο μισθό, και ο πληθυσμός γερνάει και φθίνει, υπάρχει κανείς που αμφισβητεί ότι ένας νέος γύρος περικοπών στις συντάξεις είναι αναπότρεπτος; Σήμερα το 20% των συνταξιούχων (κυρίως από ΔΕΚΟ, Δημόσιο και «ευγενή Ταμεία») είναι κάτω των 66 ετών και εισπράττει το 25% της συνολικής δαπάνης για συντάξεις, δηλαδή έχει μέση σύνταξη άνω των 1.200 ευρώ, ενώ οι άνω των 66 έχουν σύνταξη μόλις 900 ευρώ. Χρειάζεται μια στοχευμένη και κοινωνικά δίκαιη ασφαλιστική μεταρρύθμιση που θα αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη τόσο ανάμεσα στους σημερινούς συνταξιούχους όσο και μεταξύ των γενεών. Η κυβέρνηση έχει την ευκαιρία να σχεδιάσει ένα σύστημα που ισχύει για όλους, παλαιούς και νέους συνταξιούχους, το οποίο συνδέει άμεσα τις εισφορές με τις συντάξεις αντί να είναι αναδιανεμητικό. Δεν είναι βιώσιμη η προσπάθεια διατήρησης των όποιων «κεκτημένων» έχουν απομείνει στους εκλεκτούς του πελατειακού κράτους, επιβαρύνοντας τους εργαζόμενους με υπέρογκες εισφορές και φόρους που πνίγουν την παραγωγική οικονομία. Ούτε η αύξηση των μισθών με κυβερνητικό φιρμάνι αποτελεί λύση. Μισθολογικές αυξήσεις χωρίς αντίκρισμα στην παραγωγικότητα είτε θα αυξήσουν την ανεργία είτε θα μετακυλιστούν στις τιμές, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των μισθών. Και φυσικά, η πληρωμή της «13ης σύνταξης» (που θεσμοθέτησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) από τη σημερινή κυβέρνηση το 2020 θα ήταν απολύτως ασυμβίβαστη με την προτεραιότητα που δίνει στις πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη.