Ενα από τα σημαντικά γνωρίσματα της ΕΕ είναι η διαμόρφωση σημαντικών μεσοπρόθεσμων στρατηγικών στόχων. Με τον τρόπο αυτόν επιδιώκεται η δέσμευση των θεσμών της ΕΕ και των κρατών-μελών για τη διάθεση πόρων και τη διαμόρφωση της απαιτούμενης πολιτικής βούλησης, αλλά και την ευθυγράμμιση των πολιτικών σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) 2021-2027, δηλαδή ο καθορισμός των ορίων δαπανών της ΕΕ συνολικά και σε διάφορους τομείς δραστηριοτήτων, αποτελεί ίσως τη χαρακτηριστικότερη περίπτωση σχεδιασμού της χρηματοδότησης, των δημοσίων πολιτικών και των διαθέσιμων πόρων.
Το πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αξιολόγησε την πρόοδο η οποία έχει επιτευχθεί στις διαπραγματεύσεις και ζήτησε από τη φινλανδική προεδρία ένα ακόμη σαφέστερο πλαίσιο διαπραγματεύσεων με συγκεκριμένα δεδομένα (Negotiation Box).
Ωστόσο, στην παρούσα συγκυρία έχουμε ένα κενό εξουσίας στο Berlaymont, την έδρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η διαδικασία έγκρισης της νέας Επιτροπής υπό την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εξακολουθεί να βρίσκεται σε εκκρεμότητα έπειτα από την αποτυχία «ψήφου εμπιστοσύνης» σε τρία πρόσωπα. Αυτό σημαίνει μεταξύ άλλων ότι η Επιτροπή Γιούνκερ εξακολουθεί να ασκεί καθήκοντα, αλλά υπό το καθεστώς «υπηρεσιακής» προεδρίας. Η εντολή προς όλες τις πλευρές είναι να λαμβάνονται αποφάσεις μόνο για τα τρέχοντα (affaires courantes) και να απέχουν από οποιαδήποτε πρωτοβουλία η οποία ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι υποσκάπτει την επόμενη διοίκηση.
Η εξέλιξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί δυσμενής, με δεδομένο ότι στο διάστημα αυτό είναι άγνωστη η έκβαση του Brexit, άρα και των συνεπειών του. Ταυτόχρονα, όπως αποτυπώθηκε στις ευρωεκλογές, τμήματα της κοινής γνώμης στην Ευρώπη εξακολουθούν να διατηρούν στάση επικριτική ή επιφυλακτική για την επίδραση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι εξελίξεις στο παγκόσμιο εμπόριο, σε ζητήματα ασφάλειας, στο Μεταναστευτικό, στην τεχνολογία και άλλα καθιστούν επείγουσα προτεραιότητα την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για το ΠΔΠ 2021-2027, επειδή αυτό θα αποτελέσει τον οδικό χάρτη με τον οποίο οι θεσμοί της ΕΕ και τα κράτη-μέλη θα επιδιώξουν αποτελέσματα πολιτικής έναντι των κοινών προκλήσεων και των προβλημάτων τα οποία εγείρει η κοινή γνώμη.
Η επίδραση του ΠΔΠ ασκείται σε επτά διαφορετικούς τομείς: ενιαία αγορά, καινοτομία και ψηφιακή οικονομία, συνοχή και αξίες, φυσικοί πόροι και περιβάλλον, μετανάστευση και διαχείριση των συνόρων, ασφάλεια και άμυνα, γειτονικές χώρες και υπόλοιπος κόσμος και ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση.
Ενα από τα στοιχεία το οποία αναμένεται να περιπλέξει τις διαπραγματεύσεις είναι ο καθορισμός του συνολικού κόστους. Οι μεν καθαροί συνεισφορείς (Γερμανία, Σουηδία, Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Ιρλανδία) επιδιώκουν τη συγκράτηση των δαπανών του προϋπολογισμού στο 1% του μέσου όρου του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ) της ΕΕ-27, ενώ αντιθέτως, η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανέρχεται στο 1,11% του μέσου όρου του ΑΕΕ της ΕΕ-27. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προτείνει ενίσχυση στο 1,3% του μέσου όρου του ΑΕΕ της ΕΕ-27, θέση με την οποία συντάσσεται μεταξύ άλλων και η Ελλάδα, η οποία είναι καθαρός αποδέκτης.
Ενα ζήτημα το οποία χρήζει προσοχής για την ελληνική πλευρά είναι ο περιορισμός κατά €7,4 δισ. των κονδυλίων από τα διαρθρωτικά ταμεία. Θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη η συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 25% λόγω της κρίσης, καθώς και η υστέρηση των πόρων από το τρέχον ΠΔΠ για το οποίο χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία προ κρίσεως (2007-2009).
Με δεδομένη την προϋπόθεση για ομοφωνία στο Συμβούλιο, αλλά και της έγκρισης από το Κοινοβούλιο, γίνεται σαφές ότι η ΕΕ εισέρχεται σε μία περίοδο έντονης διαπραγμάτευσης, η οποία ευελπιστούμε να είναι αρκετά δημιουργική χάριν της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Η Μαριέττα Γιαννάκου είναι βουλευτής, πρώην επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πρώην υπουργός







