Την περασμένη Τρίτη ανακοινώθηκε η βράβευσή της με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο «Το τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο» (εκδ. Πατάκη, 2017). Η έμπνευση για τη μυθοπλασία ήταν ο Εμφύλιος Πόλεμος της Αγγλίας στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα. Βασιλόφρονες και κοινοβουλευτικοί, καθολικοί και προτεστάντες, Αγγλοι, Ιρλανδοί, Σκωτσέζοι. Μια εποχή βίας, μισαλλοδοξίας, φανατισμού και θρησκοληψίας, που δεν μοιάζει με καμία και θυμίζει πολλές στιγμές μέσα στην ιστορία. Θέσαμε υπόψη της Σώτης Τριανταφύλλου ορισμένες ερωτήσεις για το μυθιστόρημα, τη λογοτεχνία και τη διαδικασία της συγγραφής.
Οι στοχασμοί για την τυφλή ιδεολογία στον πυρήνα του «Αγγλικού κήπου» προέρχονται από... την ιδέα για την ανθρώπινη κωμωδία έτσι όπως εκτυλίχθηκε στη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων στην Αγγλία. Η αποτυχία της πουριτανικής ουτοπίας ήταν μια επανάληψη, αλλά οι Πουριτανοί του Κρόμγουελ δεν το ήξεραν. Θέλοντας να δημιουργήσουν μια δίκαιη κοινωνία βασισμένη στη χριστιανική θρησκεία, κατάργησαν τη μοναρχία -αποκεφάλισαν τον βασιλιά Κάρολο - και προσπάθησαν να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα υπέρ των φτωχών. Αλλά οι φτωχοί δεν ήθελαν μόνο ψωμί και προσευχή, ήθελαν χορούς και ξεφαντώματα· ήθελαν να ονειρεύονται ότι δεν θα ήταν φτωχοί για πάντα. Και ο ίδιος ο Κρόμγουελ έγινε δικτάτορας, αν και χωρίς το glamour της βασιλικής αυλής.
«Τα βίαια κινήματα γίνονται βίαια καθεστώτα. Ο,τι κερδίζεται με αίμα πληρώνεται με αίμα». Η ιστορία απεχθάνεται τις συγκρίσεις από εποχή σε εποχή, αλλά η λογοτεχνία... είναι μια προσέγγιση επιείκειας: οι άνθρωποι κάνουν ό,τι μπορούν. Οταν η λογοτεχνία δεν δείχνει επιείκεια, είναι «στρατευμένη»· είναι το μανιφέστο που επιδιώκουν οι οπαδοί της προπαγάνδας. Μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας χάνει έτσι την αξία του.
«Δεν θα πεθάνω ολόκληρος» λέει το μότο του Οράτιου στην αρχή του βιβλίου. Αν μένει κάτι ζωντανό από τη λογοτεχνία που βυθίζεται στην ιστορία, αυτό είναι... το πώς οι άνθρωποι με όλες τις ατέλειές τους είναι ικανοί για τα πιο θαυμαστά αισθήματα. Και για τα πιο ταπεινά.
Το πιο οδυνηρό στη διαδικασία της συγγραφής... είναι να σου τηλεφωνούν και να σου λένε αδιάφορα και τετριμμένα πράγματα· κουτσομπολιά: «Και τι γύρισε και μου είπε;... Και γυρνάω και του λέω...». Τα μεγάλα πνεύματα μιλάνε για ιδέες, τα μέτρια για γεγονότα, τα μικρά για άλλους ανθρώπους: μια παρέμβαση «για ανθρώπους» μπορεί να μου χαλάσει τη μέρα αν κάνω το λάθος να σηκώσω το τηλέφωνο. Δεν υπάρχει τίποτα οδυνηρό στη συγγραφή εκτός από την απόσπαση, από τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας που εισβάλλουν ζητώντας λύσεις· από την περιρρέουσα ευτέλεια της ζωής μας. Από την κυρία Μπενενούς του 2ου ορόφου που θέλει να τρέξω αμέσως γιατί κάτι έπαθε ο θερμοσίφωνας (ανατριχιαστική λεπτομέρεια: ήμουν, είμαι και θα είμαι διαχειρίστρια στις πολυκατοικίες, τα θέλω και τα παθαίνω). Κι από τους λογαριασμούς που έρχονται ο ένας μετά τον άλλον κι αναγκάζομαι να κάνω προσθέσεις, αφαιρέσεις, πολλαπλασιασμούς, διαιρέσεις: τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι. Καμιά φορά κλαίω μόνη μου μέσα στο δωμάτιο.
Η τελευταία φορά που συγκινήθηκα με μια ολοκληρωμένη αφήγηση ήταν... σε ένα αφιέρωμα στον ιταλικό κινηματογράφο: «Ουμπέρτο Ντ.» (σενάριο του Τσέζαρε Τσαβατίνι), «Οι φίλες» (από το βιβλίο του Τσέζαρε Παβέζε) «Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι» (από το βιβλίο του Τζόρτζο Μπασάνι) - μαθήματα αφήγησης και κινηματογραφικής τέχνης μαζί.
Η κριτική που αποδέχομαι... αφορά τα πάντα· από το πώς διαχειρίζομαι τα οικονομικά μου μέχρι το πώς γράφω ό,τι γράφω. Το «αποδέχομαι» δεν σημαίνει ότι συμφωνώ. Μπορεί να μου λέει ο καθένας ό,τι θέλει, είτε του ζητώ τη γνώμη του είτε όχι. Ελευθερία του λόγου χωρίς περιορισμούς· τους περιορισμούς πρέπει να τους βάζουμε μοναχοί μας σύμφωνα με τον χαρακτήρα και την κουλτούρα μας.
Η αυτοκριτική ξεκινάει... από το γεγονός ότι είμαι ο αυστηρότερος κριτής του εαυτού μου. Οποιος με ξέρει προσωπικά, το ξέρει κι αυτό.
Οταν ακούω για την «κρίση της λογοτεχνίας» ή τη «λογοτεχνία της κρίσης» σκέφτομαι ότι... σε όλη μου τη ζωή ακούω για την κρίση - και είναι μια ήδη αρκετά μακρά ζωή. Η κρίση χάνει, φυσικά, το νόημά της όταν είναι συνεχής. Δεν δίνω σημασία στη φιλολογία της κρίσης, ούτε τρέφω αισθήματα νοσταλγίας για κάποιο ωραίο αλλά χαμένο παρελθόν. Εξάλλου, περίοδοι που ίσως θεωρούνται «χωρίς» κρίση - όπως τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης - ήταν για μένα το αποκορύφωμα της φασιστοειδούς κακογουστιάς, της κακοφωνίας που δημιούργησε το καινούργιο κατεστημένο.
Η αρχή ενός κλασικού βιβλίου που ζηλεύω είναι... δεν ξέρω τι να απαντήσω σ' αυτή την ερώτηση: πράγματι, σε μαθήματα δημιουργικής γραφής επιμένουμε στη σπουδαιότητα της αρχικής παραγράφου. Αλλά η συγγραφή είναι κάτι πιο περίπλοκο από τους κανόνες της. Εχω καταλήξει ότι πολλοί συγγραφείς με ταλέντο στις εντυπωσιακές αρχές - ο Πολ Oστερ, η Γερτρούδη Στάιν, ο Τζον Μπαρθ - δεν συνεχίζουν το γράψιμο με την ίδια βιρτουοζιτέ (σπεύδω να προσθέσω το αυτονόητο: αυτή η γνώμη είναι υποκειμενική). Ο Χένρι Τζέιμς, που ξέρει πώς να αρχίζει, μου φαίνεται στρυφνός και συχνά φλύαρος· βρίσκει πάντοτε τον πιο περιφραστικό τρόπο, τον πιο έμμεσο για να πει κάτι απλό. Κι ο Γουίλιαμ Φόκνερ επίσης, αν κι εκεί η αφήγηση μοιάζει με κοχλία - για διαφορετικούς λόγους. Τούτου λεχθέντος, καλές αρχές με εξίσου καλές συνέχειες, που «ζηλεύω», είναι του Γκίντερ Γκρας στο «Τενεκεδένιο ταμπούρλο», του Κερτ Βόνεγκατ στο «Σφαγείο Νο 5», του Λέναρντ Γκάρντνερ στη «Βρόμικη πόλη».
Αν μπορούσα να γράφω μετά μουσικής, θα επέλεγα... Γράφω μετά μουσικής: ακούω όπερες, ροκ εντ ρολ και τραγούδια που, καμιά φορά, ταιριάζουν στο κείμενο. Στο τελευταίο βιβλίο, «Το λούνα παρκ στο ιερό βουνό», η ιστορία του οποίου εκτυλίσσεται στη σοβιετική Γεωργία, άκουγα γεωργιανά λαϊκά άσματα: ξέρω πόσο γελοίο σας φαίνεται να γράφει κανείς ένα μυθιστόρημα με μουσική υπόκρουση ρομάντζες της Νάνι Μπρέγκβατζε... Xιόνι, χιόνι, μη μου χτυπάς την πόοοοορτα... Είναι σαν να ακούει κανείς Αλέκα Κανελλίδου, Τζένη Βάνου, τέτοια πράγματα. Εξάλλου, τι ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάζει για τους αναγνώστες; Σκασίλα τους πώς γράφουμε τα βιβλία... Για μένα πάντως, είναι ένας συμπληρωματικός τρόπος να μπαίνω σ' έναν κόσμο που χτίζω σιγά σιγά. Παλιότερα, ενώ έγραφα, άκουγα μουσική σε υψηλότερη ένταση: τώρα, όταν χρειάζομαι συγκέντρωση - ακόμα κι όταν πρόκειται για παρκάρισμα αυτοκινήτου σε μικρό χώρο - χαμηλώνω την ένταση του ήχου.
Τρία βιβλία που θα πρότεινα για μια βιβλιοθήκη λυκείου θα ήταν... όλα τα τεύχη του «Αστερίξ», του «Λούκυ Λουκ» και του κακού βεζίρη «Ιζνογκούντ».
Παρακολουθώντας τον Μπόρις Τζόνσον και τη διαδικασία για το Brexit... είναι σαν να παρακολουθούμε την αέναη επιστροφή του φασισμού. Οχι με την έννοια της «Ακρας Δεξιάς» και τέτοια παραμύθια. Με την έννοια του πλήθους που ζητωκραυγάζει αποθεώνοντας ένα γελοίο πρόσωπο και προβάλλοντας ένα αίτημα αμφίβολης αξίας. Το κύριο χαρακτηριστικό του φασισμού είναι από τη μια πλευρά οι δημαγωγοί κι από την άλλη ο αμαθής και συναισθηματικός όχλος - μια διαλεκτική σχέση που περιλαμβάνει μεγαλοϊδεατισμό και εθνικισμό.
Σώτη Τριανταφύλλου
«Το τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο»
Εκδ. Πατάκη 2017, σελ. 288
Τιμή: 14 ευρώ