Είναι ζήτημα αν είμαστε τριακόσια με τετρακόσια άτομα που γυροφέρνουμε τους καλοκαιρινούς μήνες, ιδιαίτερα τον Αύγουστο, στους τέσσερις θερινούς κινηματογράφους των Εξαρχείων. Δυσκολεύεται να προσδιορίσει κανείς αν πρόκειται για άτομα που βλέπουν μέσα στην ίδια βδομάδα την ίδια ταινία, πάντως είναι βέβαιο πως για πολλοστή φορά την ξαναβλέπουν μέσα στα χρόνια που έχουν περάσει καθώς αποκλείεται φανατικοί κινηματογραφόφιλοι όπως είναι οι περισσότεροι να βλέπουν για πρώτη φορά ταινίες του Φελίνι, του Μπέργκμαν και του Παζολίνι. Αν και ο θερινός κινηματογράφος και ιδιαίτερα αυτοί των Εξαρχείων μοιάζει να δημιουργούν μια ειδική συνθήκη ώστε οι λιγοστοί συνήθως – τι κρίμα – θεατές τους να αισθάνονται, χωρίς να ανταλλάσσουν καν έναν χαιρετισμό, πως γνωρίζονται πολύ καλά μεταξύ τους, όπως τα μέλη μιας συνωμοτικής οργάνωσης. Σαν να έχουν συζητήσει και ανταλλάξει για ώρες τις απόψεις τους, έχοντας συμφωνήσει απολύτως μεταξύ τους πως αν δεν ξεκουνιούνται το καλοκαίρι από την Αθήνα και ειδικότερα τα Εξάρχεια είναι γιατί το δέλεαρ του θερινού κινηματογράφου ισορροπεί τη συναρπαστικότερη απόδραση σε οποιοδήποτε νησί και την παραλία του. Ακόμη και το αναψυκτικό, ή το μπουκαλάκι με το νερό, σαν να γίνεται στα χέρια σου ένα αποδεικτικό στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι το καλοκαίρι εξελίσσεται ομαλά αλλά προπαντός χωρίς να σε παρακάμπτει σε σχέση με τις απαιτήσεις του που φαίνεται να μη συμφωνούν απολύτως με τη σχεδόν μανιακή επιλογή του θερινού κινηματογράφου. Φτάνουν άραγε στους κινηματογράφους αυτούς κάτοικοι από άλλες περιοχές της Αθήνας, λόγου χάρη από το Μαρούσι ή από το Περιστέρι; Μάλλον αποκλείεται γιατί κανείς από τους λιγοστούς θεατές, έστω και αν η ώρα έχει φτάσει μία και τριάντα, δεν φαίνεται να σπεύδει σε ένα παρκαρισμένο αμάξι. Αντίθετα πεζή, για ώρα αφού έχουν απομακρυνθεί από τον κινηματογράφο, μοιάζει να θέλουν να παρατείνουν μια μαγεία που ακόμη και η θερμότερη νύχτα του καλοκαιριού δεν φαίνεται ικανή να διακόψει. Να είναι αναπαυμένες οι ψυχές των σκηνοθετών που αναφέραμε αλλά κι εκείνες του Βισκόντι, του Ρενέ, του Κλεμάν, που κυρίως τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 σαν να δούλεψαν σχεδόν αποκλειστικά ώστε πενήντα και εξήντα χρόνια αργότερα σε μια γειτονιά της Αθήνας λιγοστοί θεατές να έχουν τη βεβαιότητα ενός καθημερινού προορισμού για δυόμισι νυχτερινές ώρες.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ