«Μεταφράζοντας, είχα την αίσθηση πως έπρεπε να αποδώσω θεατρικό έργο και όχι μυθιστόρημα. Οι ήρωες βρίσκονταν πάντα (ή σχεδόν) υπό το κράτος της οργής, της απελπισίας, της απόγνωσης, της μέθης, του ερωτικού παροξυσμού, σπανίως της χαράς, με δύο λόγια υπό το κράτος έντονης συναισθηματικής φορτίσεως που τους έσπρωχνε να ανοίξουν την καρδιά τους και να προβούν σε εξομολογήσεις “αναποδογυρίζοντας την ψυχή τους τα μέσα έξω” (….) Ενας έμπειρος ηθοποιός θα μπορούσε κάλλιστα να παίξει τον αντίστοιχο ρόλο, χωρίς να χρειάζεται σκηνοθετικές υποδείξεις». Είναι λόγια του Αρη Αλεξάνδρου αναφορικά με τη μετάφραση του μυθιστορήματος του Ντοστογέφσκι «Εγκλημα και τιμωρία» για το οποίο έλεγε, αρχικά, ότι αν το μετέφραζε ως είχε θα το έκριναν ως κακό μεταφραστή. Ανακαλύπτοντας όμως τη θεατρικότητα του έργου, ανακάλυψε και την αλήθεια του.
Εδω έχουμε έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς στην ιστορία της λογοτεχνίας και τον εμβληματικό, στα καθ’ ημάς, μεταφραστή του. Να ήταν και αυτός η αιτία που το ελληνικό κοινό αγάπησε τόσο τον Ντοστογέφσκι; Ισως. Οπως λέει η μεταφράστρια Ρηγούλα Γεωργιάδου (πρόσφατα μετέφρασε μαζί με τον Τάκη Δρεπανιώτη την αυτοβιογραφία της Μισέλ Ομπάμα) «…ο μεταφραστής μπορεί να αναδείξει ή να χαντακώσει ένα έργο καθώς το καλό μετάφρασμα είναι αυτό που θα κάνει τον αναγνώστη να νομίζει ότι πρόκειται περί πρωτότυπου που έχει γραφτεί στη δική του γλώσσα». Και επειδή η γλώσσα είναι κάτι το συνεχώς μεταβαλλόμενο, ο Τίτος Πατρίκιος πιστεύει ότι μία καλή μετάφραση διαρκεί μέχρι τριάντα χρόνια.
Τι θα ξέραμε από ξένη λογοτεχνία, πόσα θεατρικά έργα (δεν) θα ανέβαιναν στην Ελλάδα αν δεν υπήρχαν οι μεταφραστές; Πόσους μεταφραστές όμως ξέρουμε; Πόσοι προσέχουμε τα ονόματά τους στα βιβλία; Είναι οι αδικημένοι, κρυμμένοι πίσω από τις λέξεις εργάτες των γραμμάτων, «τα πράσινα ανθρωπάκια» όπως τους περιγράφει η Ρηγούλα Γεωργιάδου «που αφού κάνουν τη δουλειά τους, επιστρέφουν στον πλανήτη τους».







