Πάει και ο Φαίδωνας. Εφυγε κι αυτός. Ελάχιστοι έχουμε μείνει πια από εκείνη την εποχή, τη «χρυσή» εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Οι τελευταίοι φρουροί της. Κι έφυγε, σχετικά, νέος. Αν δεν τον είχε ρίξει κάτω η κωλοαρρώστια που τον χτύπησε τελικά στον εγκέφαλο, θα δούλευε ακόμη. Εκανε ωραία πράγματα εκεί στο θεατράκι του. Δυστυχώς δεν είχα προλάβει να πάω να τον δω, ήταν πολύ μακριά από το κέντρο της πόλης όπου ζω. Ηταν ωραίος ο μπαγάσας μέχρι το τέλος. Εκείνο το καταγάλανο βλέμμα του δεν έχασε ποτέ τη γοητεία του. Στεναχωρήθηκα πολύ που έφυγε. Πάρα πολύ. Ηταν αυτό που λέμε «φίλος για πάντα». Είχε έρθει στον τελευταίο γάμο μου, στα βαφτίσια του γιου μου του Φοίβου. Ακόμη και αν δεν βλεπόμασταν τόσο συχνά όσο θα ήθελα, ήταν μια παρηγοριά για μένα να ξέρω ότι κάπου υπάρχει ο Φαίδωνας.
Ούτε θυμάμαι πού και πώς πρωτογνωριστήκαμε. Θα πρέπει να ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Πιθανότατα στα γυρίσματα κάποιας ταινίας. Εχω κάνει τόσο πολλές που τις μπερδεύω πια. Πάντως, η τελευταία φορά που παίξαμε μαζί ήταν το 2008 στην ταινία του Κάρολου Ζωναρά «Ο γιος του Τσάρλι». Ο Φαίδωνας έκανε έναν μαφιόζο. …Από την αρχή της γνωριμίας μας, κάναμε παρέα και εκτός γυρισμάτων. Βγαίναμε έξω τα βράδια, πηγαίναμε για φαγητό, για χορό. Ημασταν άλλωστε και οι δύο φανατικοί κυνηγοί του ωραίου φύλου. Αλλά, μεταξύ μας, μιλημένα – ξηγημένα. Δεν υπήρχαν αντιζηλίες ούτε περίπτωση να «φάει» ο ένας γυναίκα που άρεσε στον άλλον. Ημασταν και οι δύο «αρχηγοί» σε αυτό το θέμα. Η ζωή μας ήταν η δουλειά μας – το θέατρο και ο κινηματογράφος δηλαδή – και οι γυναίκες. Τίποτα άλλο δεν μας ενδιέφερε. Μια φορά τον θυμάμαι βαθιά ερωτευμένο. Οταν γυρίζαμε τη «Νύχτα γάμου», τότε που γνώρισε τη Μπέτυ Αρβανίτη. Παντρεύτηκαν, χώρισαν και στη συνέχεια παντρεύτηκε μια επίσης εξαιρετική γυναίκα με την οποία απέκτησε τα δύο θαυμάσια παιδιά του.
Ηταν πολύ καλό παιδί ο Φαίδωνας. Χρυσός άνθρωπος. Πάντα με το χαμόγελο. Ποτέ δεν τον θυμάμαι να βρίζει, να μιλάει άσχημα σε κάποιον, να είναι μουτρωμένος. Ηταν αξιολάτρευτος. Ολοι τον αγαπούσαν και ήθελαν να δουλεύουν μαζί του, από τους σκηνοθέτες μέχρι τον τελευταίο τεχνικό του συνεργείου. Ούτε το είχε πάρει επάνω του επειδή ήταν σταρ και έτρεχαν από πίσω του οι γυναίκες. Οπως κανείς μας άλλωστε εκείνη την εποχή. Λαϊκά παιδιά ήμασταν που βγήκαμε για το μεροκάματο και, απλώς, σταθήκαμε τυχεροί. …Με τον Γεωργίτση συνέβαινε το εξής. Δεν ήταν όπως οι άλλοι κινηματογραφικοί γόητες. Οπως ο Κακαβάς ή ο Μπάρκουλης για παράδειγμα (επίσης εξαιρετικός άνθρωπος) που ήταν ομορφοπρόσωπος, εντυπωσιακός, ποζάτος. Ο Φαίδωνας δεν είχε κλασική ομορφιά. Ηταν ένα λαϊκό, γοητευτικό παιδί με πανέμορφα μάτια. Κι αυτό τον έκανε να ξεχωρίζει.
Στο θέμα του φλερτ, κυνηγός αλλά κύριος. Ενας ιππότης για όλες τις γυναίκες. Ετσι ήταν τα ήθη τότε. Ποτέ δεν προσβάλλαμε, δεν φέρναμε τη γυναίκα σε δύσκολη θέση. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Τον μεγαλύτερο εραστή που πέρασε ποτέ από τον ελληνικό κινηματογράφο. Οταν κάναμε ταινία με τον Αλέκο και κάποια στιγμή τον ψάχναμε, λέγαμε: «Θα είναι κλειδωμένος σε κάποιο καμαρίνι, με κάποια κυρία». Ο ίδιος όμως δεν εξέθετε καμία. Λέξη δεν του έπαιρνες. Οι άντρες τότε ήταν αντράκια, με την καλή έννοια.
Ο Γεωργίτσης πρόσεξε πολύ την κινηματογραφική του καριέρα. Εγώ, από πολύ νέος, έλεγα ότι την καριέρα τη χτίζεις με τα «όχι» σου. Οταν ήσουν νέος εκείνη την εποχή και έκανες μια επιτυχία στον κινηματογράφο, οι προτάσεις έπεφταν βροχή. Αν σε θάμπωνε αυτό και έλεγες «ναι» σε όλα, μπορεί έπειτα από λίγο να εξαφανιζόσουν. Θυμάμαι, όταν γυρίζαμε την «Αλίκη στο Ναυτικό», έλεγα σε κάποιον συνάδελφο – δεν έχει πλέον σημασία σε ποιον – να μην παίζει τα πάντα. «Μα έχω ανάγκη από λεφτά» μου απαντούσε. Σάμπως όλοι δεν είχαμε ανάγκη από λεφτά τότε; Ο Φαίδωνας ήταν πολύ προσεκτικός στις επιλογές του. Γι’ αυτό και έκανε ταινίες όπως τον «Ουρανό» και το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο».
Θα πω κάτι που ίσως δεν το περιμένουν οι θεατές που βλέπουν σήμερα εκείνες τις ταινίες και που πιστεύουν, όπως μου λένε, ότι στα γυρίσματα, πίσω από τις κάμερες, θα κάναμε αστεία, φάρσες, θα γελούσαμε μεταξύ μας. Καμία σχέση. Ημασταν απολύτως αφοσιωμένοι στο γύρισμα. Να προσέξουμε τις σκηνές, να υπακούσουμε σε αυτά που μας έλεγε ο σκηνοθέτης. Σαν στρατιωτάκια δουλεύαμε ακόμη και στα πιο κωμικά γυρίσματα. Σε εκείνες τις σκηνές, για παράδειγμα, με τον καβγά με τον Φαίδωνα, μέσα στο μπουζουξίδικο, στις «Θαλασσιές τις χάντρες». Το κωμικό και το αστείο, το γέλιο προέκυπτε από την ίδια την ταινία, από το σενάριο, τους ρόλους και τις ατάκες. Οχι από τη μεταξύ μας ατμόσφαιρα.
Φάρσες και πλάκες κάναμε εκτός γυρισμάτων. Είχαμε άλλωστε δίπλα μας αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους – τον Τσιφόρο, τον Σακελλάριο, τον Ψαθά, τον Πρετεντέρη – που δεν προλαβαίναμε τις ατάκες τους. Θυμάμαι μια φορά στο φουαγιέ του Φίνου, έδωσα στον Τσιφόρο, έτσι για πλάκα, ένα προφυλακτικό. «Τι να το κάνω;» μου απάντησε. «Θα είναι σαν πτώμα με αδιάβροχο». Μια άλλη φορά, καθόμασταν στη Φωκίωνος Νέγρη και ένα πουλί τον κουτσούλησε. Ο Τσιφόρος κοίταξε τον ουρανό και είπε: «Ακόμη και τα πουλιά έχουν καταλάβει τι καθίκι είμαι».
Φεύγουν τα χρόνια, χάνεται μια ωραία Ελλάδα, φεύγουν και αυτοί που κάποτε ήμασταν μια παρέα. Εκανε και ο Φαίδωνας αυτήν τη θλιβερή έξοδο. Στεναχωριέμαι πολύ αλλά έτσι είναι η ζωή.







