Στην οδό Ηρακλείτου, στο Κολωνάκι, ώρα βραδινή, 10.30, στη διασταύρωση με τον πεζόδρομο της Μηλιώνη. Ο οδηγός ενός παρκαρισμένου, στην αριστερή πλευρά, όπως κατεβαίνουμε, της Ηρακλείτου έχει ήδη μπει στο αμάξι του, συνεχίζει όμως τη συζήτηση με τρεις φίλους, όρθιους στο πεζοδρόμιο, από το ανοιχτό παράθυρο. Ο οδηγός ενός ΙΧ που κατεβαίνει την Ηρακλείτου αντιλαμβάνεται πως ο οδηγός του ήδη παρκαρισμένου ΙΧ πρόκειται να φύγει, σταματάει, ανάβει τα αλάρμ και περιμένει. Κι ενώ απτόητοι συνεχίζουν τη συζήτησή τους ο οδηγός με τους τρεις φίλους του, η ουρά των αυτοκινήτων στην Ηρακλείτου με έξοδο προς τη Σόλωνος έχει φτάσει ώς τη Σκουφά, μπλοκάροντας ταυτόχρονα την κίνηση των αυτοκινήτων στη Σκουφά που έχουν ως κατεύθυνση την Πλατεία Κολωνακίου. Κορναρίσματα, φωνές, χωρίς όμως να συγκινούνται ούτε ο οδηγός που πρόκειται, υποτίθεται, να ξεπαρκάρει αλλά συνεχίζει του καλού καιρού την κουβέντα με τους φίλους του, ούτε ο οδηγός που περιμένει για να ελευθερωθεί η πολιορκούμενη από πλευράς του θέση. Οσο κι αν ο εκνευρισμός δεν βοηθάει για να κατανείμει κανείς δίκαια τις ευθύνες, δεν υπάρχει αμφιβολία πως όση είναι η αναισθησία που χαρακτηρίζει τον οδηγό του αυτοκινήτου που ετοιμάζεται να φύγει, άλλη τόση ή και πολύ μεγαλύτερη είναι του οδηγού που έχει υποχρεώσει μια πλειάδα αυτοκινήτων να τον περιμένει προκειμένου να παρκάρει. Δύσκολα θα μπορούσε να συναντήσει κανείς πιο παραστατική εικονογράφηση ενός χαρακτηριστικού που έχει εξελιχθεί σε αδιαμφισβήτητο αξίωμα.

Προκειμένου να κάνει κανείς τη δουλειά του, η ταλαιπωρία των άλλων γίνεται αμελητέα ή μάλλον αδιάφορη εντελώς. Με τρόμο σκέφτεσαι πόσο η ταλαιπωρία των άλλων – ποια ταλαιπωρία, το κανονικό βασανιστήριο – θα γινόταν ακόμα και επιθυμητή, αν η διεκδικούμενη θέση δεν ήταν μια απλή θέση παρκαρίσματος αλλά μια θέση που θα εξασφάλιζε έναν υψηλό βιοπορισμό ή μια υψηλή κοινωνική διάκριση. Οσο όμως κι αν επιμένει κανείς να καταλογίζει ευθύνες στους συγκεκριμένους κάθε φορά ανθρώπους και θεωρεί αφόρητο λαϊκισμό να μιλάει για τις επιπτώσεις ενός διαλυμένου κράτους σε επιμέρους συμπεριφορές, τελικά υποχρεώνεται να το κάνει αν σκεφτεί ακόμα και πρόσφατα περιστατικά, όπως η επίσκεψη της κυρίας Μέρκελ στην Αθήνα πριν από μερικές εβδομάδες. Οταν για δύο σχεδόν ημέρες, προκειμένου να πάει κανείς από τη Συγγρού στην Πλατεία Μαβίλη, έπρεπε να το κάνει μέσω Καρέα γιατί είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία στη Βασιλέως Κωνσταντίνου και στη Βασιλίσσης Σοφίας. Οταν λοιπόν το κράτος, ως Τροχαία, νομιμοποιεί ως δικαίωμα το να ταλαιπωρεί τους πολίτες, αυτόματα ο κάθε πολίτης αισθάνεται να μεταφέρεται στον λογαριασμό του ένα μερίδιο του δικαιώματος να ταλαιπωρεί στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο ακόμα βαθμό τους άλλους.

Χωρίς επιπλέον να μπορεί να αναλογιστεί ή να υποψιαστεί, ενώ έχει ακινητοποιήσει το ΙΧ του στη μέση της Ηρακλείτου και θα αισθάνεται σίγουρα πως ενεργεί ως αυτόβουλη προσωπικότητα, ότι δεν είναι παρά το θύμα μιας νομιμοφανώς ασκούμενης κρατικής βίας. Μιας βίας που σε άλλες ώρες θα τον κάνει να αγανακτεί και να εξεγείρεται, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση της οδού Ηρακλείτου την υιοθετεί και με τον τρόπο του την επαυξάνει.