Αγαλλίαση προκαλούν οι αλλεπάλληλες νίκες του Στέφανου Τσιτσιπά, η θριαμβευτική πορεία του Γιώργου Λάνθιμου προς το Οσκαρ. «Αυτή την Ελλάδα θέλουμε!» διατείνονται οι πάντες. Διχασμό αντιθέτως έχει φέρει τόσο η Συμφωνία των Πρεσπών όσο και ο θάνατος του Θέμου Αναστασιάδη. Εκείνοι που πανηγυρίζουν για τη «λύση του Μακεδονικού» οικτίρουν τον εκλιπόντα δημοσιογράφο. Και αντιστρόφως. Μια κοινωνία – θα μου πείτε – σε αναβρασμό. Με οξείες αντιθέσεις, με συγκρουόμενες ιδεολογίες και αισθητικές…

Για σταθείτε όμως!

Το τένις δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλές στην Ελλάδα, εθεωρείτο σπορ αριστοκρατικό, μέχρι και φλώρικο. Οσο για τις ταινίες τού Λάνθιμου, όποτε βγήκαν στους κινηματογράφους της πατρίδας του, μετρημένους θεατές προσείλκυσαν. Ο,τι ακριβώς συνέβαινε και με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Το «Ταξίδι στα Κύθηρα» με τον Μάνο Κατράκη και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο παιζόταν σε μισοάδειες αίθουσες ενώ το «Ελα να γυμνωθούμε ντάρλινγκ» με τον Στάθη Ψάλτη έσπαγε τα ταμεία.

Συμπέρασμα πρώτο: Αποθεώνουμε πρωταθλητές σε σπορ που δεν μας συγκινούν. Προσκυνάμε κινηματογραφιστές που το έργο τους μας είναι σχεδόν αδιάφορο. Αρκεί να έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία, να κατάγουν παγκόσμιες επιτυχίες. Η πλάκα είναι πως εάν οι όψιμοι θαυμαστές του Λάνθιμου έβλεπαν, στον «Κυνόδοντα», τον ζοφερότατο τρόπο με τον οποίον παρουσιάζει την ελληνική πατριαρχία, εγγυημένα θα έφριτταν. Τι σημασία έχει ωστόσο; «Αφού αρέσει στους ξένους, καλός θα ‘ναι…».

Σε ό,τι αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών, οι μύδροι που εξαπολύονται εκατέρωθεν και αν είναι στον γάμο του Καραγκιόζη!

Ουδείς ποτέ αμφισβήτησε την ανάγκη προάσπισης των εθνικών μας συμφερόντων. Ουδείς μπορεί στα σοβαρά να κατηγορηθεί τις τελευταίες δεκαετίες πως επεδίωξε ή ανέχτηκε τον αφελληνισμό της Μακεδονίας. Ολες εντούτοις οι πολιτικές μας ηγεσίες, από το 1993 κιόλας, είχαν αποδεχθεί ότι στο όνομα του όμορου κράτους θα περιέχεται η λέξη Μακεδονία συνδυαζόμενη με κάποιον προσδιορισμό. «Ανω», «Νέα», «Σλάβικη», «Βόρεια»…

Το ερώτημα συνεπώς που θα έπρεπε να τίθεται, να απασχολεί και να παθιάζει ακόμα τους Ελληνες είναι εάν το συγκεκριμένο κείμενο που υπογράφηκε στις Πρέσπες αποτελεί ό,τι καλύτερο θα μπορούσαμε να επιτύχουμε στη δεδομένη συγκυρία. Εάν επίσης ήμασταν αναγκασμένοι να ενδώσουμε στις διεθνείς πιέσεις για να ρυθμιστεί τώρα το ζήτημα. Ή μπορούσαμε να το μεταθέσουμε στις καλένδες.

Κάθε πολίτης, πριν να διατυπώσει άποψη, θα όφειλε να έχει διαβάσει προσεκτικά τη Συμφωνία των Πρεσπών. Να έχει ενημερωθεί από έγκυρες πηγές – και πάντως όχι από προπαγανδιστές – σχετικά με τη διαχρονία του μακεδονικού προβλήματος. Να έχει υπερβεί την τυχόν οπαδική νοοτροπία του και να έχει σκεφτεί με γνώμονα το μακροπρόθεσμο όφελός μας.

Ζητάω από τον πισινό της μυλωνούς ορθογραφία; Προφανώς!

Για αυτό καμαρώνουμε, από τη μία, τους Μεγαλέξαντρους των συλλαλητηρίων, τους διαδηλωτές – εκδρομείς που μερακλώνουν μες στα πούλμαν με το «Μη παραχαράζετε την Ιστορία», όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη τραγουδούσε με την παρέα της το «Εχω ένα μυστικό» προς σκανδαλισμόν του Ορέστη Μακρή.

Κι έχουμε, από την άλλη, τους «πνευματικούς ανθρώπους» – ανάθεμα την πνευματικότητά τους – οι οποίοι υπογράφουν κείμενα οφθαλμοφανώς υπαγορευμένα από κομματικούς αγκιτάτορες, έμπλεα μεγαλοστομίας και κοινοτοπίας. Το πλέον καταγέλαστο; Αυτοί, οι κατ’ επάγγελμα ευαίσθητοι, τοποθετούνται υπεράνω του λαού, ο οποίος «σήμερα δοκιμάζεται από διχαστικές κραυγές…». Επικοινωνούν μαζί του – προφανώς από τον θρόνο τους ή από τη ράχη του Πηγάσου – για να τον διχάσουν ακόμα περισσότερο!

Συμπέρασμα δεύτερο: Οταν το δάχτυλο έδειχνε το φεγγάρι, ο ηλίθιος κοίταζε το δάχτυλο.

Ο Θέμος Αναστασιάδης δεν έκρυψε ποτέ τις απόψεις και τα γούστα του. Εάν δεν σου ταίριαζε, κανείς δεν σε υποχρέωνε να τον διαβάζεις, να τον παρακολουθείς στην τηλεόραση. Καμία ασυλία δεν τον κάλυπτε ποτέ. Οποιον τυχόν προσέβαλλε ή συκοφαντούσε μπορούσε να προσφύγει στη Δικαιοσύνη. Ο Θέμος Αναστασιάδης ανήκει πλέον στο επέκεινα. Ούτε καλό έχει τη δύναμη να πράξει ούτε κακό. Ποιος ο λόγος να διατυμπανίζεις σήμερα τα αρνητικά σου συναισθήματα απέναντί του;

Ενας και μόνος. Η απεγνωσμένη ανάγκη για ετεροπροσδιορισμό. Εφόσον δεν μπορείς να κινήσεις το ενδιαφέρον με τα δικά σου έργα, τις δικές σου ημέρες, το προσπαθείς εξ αντιδιαστολής. Βρίζοντας – εκ του ασφαλούς – έναν νεκρό. Γελιέσαι ότι έτσι αποκτάς ταυτότητα, ίσως και φήμη ακόμα. Το μόνο που φανερώνεις στην πραγματικότητα είναι η προσωπική σου απελπισία. Η οποία σε καταντάει μνησίκακο. Μοχθηρό.

Συμπέρασμα τελικό: Τα φλέγοντα ζητήματα, τα πρόσωπα που έρχονται -ηθελημένα ή άθελά τους – στην επικαιρότητα, προσχηματικά ενδιαφέρουν την κοινή γνώμη. Οθόνες μάλλον είναι, που πάνω τους προβάλλουμε ανομολόγητους καημούς και ελπίδες, απωθημένα και φαντασιώσεις.

Οσο νομίζουμε πως δοξαζόμαστε μέσω τού Λάνθιμου ή ότι ταπεινωνόμαστε προσωπικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών, θα ζούμε δι’ αντιπροσώπων. Θα είμαστε μια κοινωνία εκτός θέματος.