Φανταστείτε τη σκηνή. Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου. Η κάτοχος του τίτλου Βραζιλία αντιμετωπίζει σε αγώνα νοκάουτ του δεύτερου γύρου την Ελλάδα και γνωρίζει βαριά ήττα. Τρελαίνεται η υφήλιος, οι εμπνευσμένοι γράφουν δακτυλικά εξάμετρα, οι τίτλοι των εφημερίδων παίζουν με τον Δία και τον Ολυμπο και οι έλληνες ποδοσφαιριστές γίνονται διάσημοι.

Αντίστοιχου μεγέθους ήταν η νίκη του Τσιτσιπά επί του Ρότζερ Φέντερερ την Κυριακή το απόγευμα στην Αρένα του Rod Laver της Μελβούρνης.

Ηταν μια διάσημη νίκη. Μια συνουσία του φαντασιακού του Στέφανου Τσιτσιπά με την πραγματικότητα του κορτ.

Στα παλαιότερα χρόνια, στις εποχές του δημοσιογραφικού ρομαντισμού πιθανόν να έγραφαν οι ποιητές των σπορ πως «θα έπρεπε να απαγορεύονται τόσο όμορφες νίκες», όπως κάποτε σχολίασε ο αγγλικός Τύπος μετά την επικράτηση της Βραζιλίας επί της Ιταλίας με 4-1, στον τελικό του Μουντιάλ του 1970.

Οι ποιητές όμως είναι μια ανάμνηση και οι κάποτε αναγνώστες τους έχουν ξεχάσει τι σημαίνει πνευματικό κίνημα ενάντια στον ορθολογισμό.

Οι περιγραφές περιχαρακώνονται από τραχύτητα, οι υπερβολές ξεπερνούν αισθηματικά ρομάντζα και ο θαυμασμός αγγίζει τις παρυφές της γελοιότητας.

Εκεί όμως που πατούν κορυφή είναι όταν ξεκινούν οι τεχνικές αναλύσεις στο παιχνίδι του Τσιτσιπά ή κάνουν συγκρίσεις με άλλους τενίστες.

Αλλοι πάλι, ανάλογα με το ηλικιακό τους υπόστρωμα, θα αρχίσουν να θυμούνται τους αγώνες που παρακολουθούσαν παλαιών διάσημων αθλητών του τένις. Οι πενηντάρηδες τον Μποργκ και τον Μπουμ Μπουμ Μπέκερ, οι σαραντάρηδες τον Αγκάσι και τον Πιτ Σάμπρας και οι νεότεροι τον Φέντερερ, τον Ναδάλ και τον Τζόκοβιτς. Και έτσι, σιγά σιγά, θα αναδυθούμε όλοι στον κόσμο των ειδικών του τένις. Και πιθανόν πολύ σύντομα να διαβάσουμε ή να ακούσουμε σε περιγραφές πως δεν έπρεπε να κάνει αυτή την κίνηση ο Τσιτσιπάς, πρέπει να ανεβαίνει πιο συχνά στο φιλέ ο Τσιτσιπάς, για να αντιληφθούμε πως γίναμε όλοι Μουράτογλου.

Σε κάτι τέτοιες επιτυχίες αντιλαμβάνεσαι το DNA του κάθε λαού. Ελλαδάρα αθάνατη.