Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα χρόνια της κρίσης έχουν γραφεί τα πάντα και έχουμε διαβάσει επίσης τα πάντα για την Ελλάδα ως χώρα που κινείται ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή, στον Διαφωτισμό και την ανατολική παράδοση. Και όμως, ο μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Μάκης Καραγιάννης διαψεύδει αυτή την άποψη. Και επειδή το θέμα τελικά είναι ανεξάντλητο, αλλά και διότι ο ίδιος, κινούμενος ανάμεσα στην Ιστορία και τη Λογοτεχνία, αποκαλύπτει τους διαχρονικούς λόγους για τους οποίους το ελληνικό έθνος, αν και πολύ νωρίς, εισήγαγε προχωρημένους θεσμούς της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, δεν κατόρθωσε να τους υπερασπιστεί και να τους εφαρμόσει.

Ο συγγραφέας «αρπάζεται» από μια φράση του Νίτσε για το «μικρό και αλαζονικό έθνος» για να παρακολουθήσει τις ατέλειες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και την ατελή συγκρότηση της ελληνικής ατομικότητας. Διατρέχοντας την αρχαία ελληνική μυθολογία και γραμματεία παρατηρεί αρχικά πως στην ομηρική ηθική δέσποζαν η τιμή και η αιδώς. Αυτή ήταν η κεντρομόλος και συνεκτική δύναμη της αρχαιοελληνικής σταθερότητας. Αυτό κατά πολλούς σήμαινε τον αποκλεισμό της όποιας ατομικότητας παρέκκλινε από το κοινωνικό σύνολο. Εχει όμως ιδιαίτερη σημασία η παρατήρησή του πως στην πορεία από τον Αισχύλο στον Ευριπίδη παρατηρούμε την ανάδυση της ατομικής ευθύνης και την «ενηλικίωση» του ατόμου. Αξίζει εδώ να παρατηρηθεί πως οι έννοιες του ατόμου, της ατομικότητας, αλλά και του ατομικισμού ως ξεχωριστές συνιστώσες της ανθρώπινης «ουσίας» αποτελούν δημιούργημα της νεωτερικότητας και ποτέ δεν αποτέλεσαν αυτόνομο στοιχείο του κοινωνικού φαντασιακού της αρχαιότητας. Το αυτόνομο και ανεξάρτητο από κάθε εξωτερική εξουσιαστική ή ιεραρχική αυθεντία άτομο αποτελεί – κατά τη γνώμη μου – «γέννημα θρέμμα» του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας και όχι της αρχαιοελληνικής σκέψης.

Η ελληνική ιδιαιτερότητα – κατά τον Καραγιάννη – με κύριο εκφραστή της την Ορθοδοξία δεν κατόρθωσε να παρακολουθήσει τη μεγάλη επανάσταση που επέφερε ο Διαφωτισμός όσον αφορά την αυτονομία του ατόμου και η λουθηρανική σκέψη όσον αφορά το φαινόμενο της εσωτερίκευσης. Τη μεταφορά δηλαδή του κέντρου βάρους από την εκκλησία και τα μυστήρια στην ατομική συνείδηση του πιστού. Ετσι κι αλλιώς ο Καραγιάννης τονίζει ότι στα θεμέλια της νεωτερικότητας διαμορφώθηκε ένα αυτόνομο υποκείμενο, που βρίσκεται σε απόκλιση από το ελληνικό πρότυπο.

Εθνορομαντισμός

Ο Καραγιάννης παρακολουθεί τις διαδρομές που ακολούθησε η διαμόρφωση της νεοελληνικής ιδεολογίας για να εγκλωβιστεί στον χερντεριανό ρομαντισμό. Ετσι, σε αντίθεση με άλλα έθνη, το ελληνικό αποσυνδέθηκε από την ιστορία και την πολιτική και θεμελιώθηκε σε μια ορθόδοξη ερμηνεία του πολιτισμού (το δίδυμο Ζαμπέλιου – Παπαρρηγόπουλου κατά του Σολωμού και, από την άλλη, ο Σεφέρης και εν μέρει ο Θεοτοκάς κατά του Λορεντζάτου). Ο εθνορομαντισμός εύκολα μετεξελίχθηκε σε εθνικολαϊκισμό, αφού από την πολιτισμική εξήγηση του έθνους περάσαμε με ευκολία στην εξιδανίκευση της έννοιας του λαού. Εξιδανίκευση που είχε και έχει τόσο δεξιό όσο και αριστερό πρόσημο. Τελικά η ελληνικότητα είναι ένα τραύμα (Αναγνωστάκης) που στα χέρια του συγγραφέα αποκτά, αν μη τι άλλο, αισθητική αξία, χωρίς να γίνεται ελιτίστικος αισθητισμός.

Ο σύγχρονος Ελληνας, όπως γλαφυρότατα τονίζει ο συγγραφέας, πανικοβάλλεται και τον πιάνει ίλιγγος όταν καλείται να ερμηνεύσει τις αλλαγές που προκύπτουν στον κόσμο λόγω της παγκοσμιοποίησης. «Ασφαλώς οι Ελληνες δικαιούνται να κρατήσουν τους ρυθμούς ζωής σύμφωνα με την παράδοσή τους. Είναι δύσκολο όμως να καταναλώνουν ως Δυτικοευρωπαίοι και να ζουν ως ανατολίτες» (σ. 76). Μια σωστή παρατήρηση που όμως αν αποκτήσει ανθρωπολογικό χαρακτήρα, αν δηλαδή ερμηνεύσει τη συμπεριφορά των Ελλήνων ως αποτέλεσμα ενός α-ιστορικού DNA, το οποίο τους σπρώχνει εκτός της Δύσης, αυτομάτως αποκτά ελιτίστικο χαρακτήρα. Ερμηνεία που απλόχερα βρίσκουμε στην πνευματική αγορά (βλέπε μεταξύ πολλών άλλων και Στέλιος Ράμφος). Ο Καραγιάννης όμως δεν πέφτει στην παγίδα μιας τέτοιας ανθρωπολογικής ερμηνείας. Αυτές οι εξελίξεις, όπως τονίζουν και οι Γιώργος Δερτιλής – Πασχάλης Κιτρομηλίδης, οφείλονται στο γεγονός ότι «η επείσακτη γαλλοκαντιανή αντίληψη του έθνους στάθηκε ατροφική και έμεινε μόνο στα χαρτιά γιατί προϋπέθετε αστική τάξη, αστική ιδεολογία, κοινωνία πολιτών και όχι υπηκόων» (σ. 119). Στοιχεία που και απουσίαζαν από τον ελληνικό ιστορικό σχηματισμό.

Για τον Καραγιάννη η ανάλυση της ελληνικής «ιδιαιτερότητας» δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή χωρίς αυτή να καθρεφτίζεται στις ευρωπαϊκές πνευματικές και ιστορικές εξελίξεις. Οπως υποστηρίζει, σε σύγκρουση με την κυρίαρχη ιδεολογία του εθνορομαντισμού, οι κορυφαίοι της λογοτεχνίας μας – Σολωμός, Κάλβος, Ροΐδης, Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης – διαμόρφωσαν το έργο τους μέσα από συνεχείς ωσμώσεις με την ευρωπαϊκή λογοτεχνική πραγματικότητα. Πράγμα που σημαίνει πως αυτή η κυριαρχία δεν ήταν καθόλου απόλυτη. Ιδιαίτερα εντυπωσιάζει ο τρόπος που προσεγγίζει τα θέματά του μέσα από την προσέγγιση του ομηρικού έπους, των αρχαιοελληνικών τραγωδιών, των μαθηματικών. Τέλος, η συγκριτική ανάγνωση τεσσάρων διπόλων που εκφράζουν την αντίθεση και σύνθεση ανάμεσα στη γνώση και την πράξη, τον νόμο και το καθήκον, το απολλώνιο και το διονυσιακό στοιχείο (Αθήνα – Ιερουσαλήμ, Ευκλείδης – Νεύτωνας, Αντιγόνη – Αντιγόνες και Φάουστ – Ζορμπάς) καθιστά το βιβλίο πρωτότυπο, ευχάριστο και γεμάτο εκπλήξεις.

Μάκης Καραγιάννης

Μικρό και αλαζονικό έθνος

Εκδ. Επίκεντρο, 2018, σελ. 368

Τιμή: 14 ευρώ