Μπορούμε να αποδώσουμε κάποια πρωτοτυπία στην ελληνική εκδοχή του σκανδάλου της Novartis; Πιστεύω ότι προκειμένου να κρίνουμε δεν θα πρέπει να εστιάσουμε στη γραφικότητα των χαρακτήρων που μας εμφανίζονται ως τα κεντρικά πρόσωπα της θεατρικής διάστασης που αποκτά η δημόσια προβολή αυτής της υπόθεσης. Θα είχε περισσότερο νόημα να εστιάσουμε στη σημασία των δημόσιων αψιμαχιών για τις πολιτικές εξελίξεις. Το ιδιαίτερο στοιχείο στην περίπτωση είναι ότι οι θεσμικές εκτροπές που πηγάζουν από τους χειρισμούς αξιοποίησης της υπόθεσης Novartis, με την τροπή που έχουν πάρει, θεωρούνται κάτι το χρήσιμο τόσο από τη συμπολίτευση, όσο και από την αντιπολίτευση. Βρισκόμαστε σε μια στιγμή κατά την οποία η συμπολίτευση θεωρεί ότι μπορεί να τις χρησιμοποιήσει προκειμένου να διευκολυνθεί η παραμονή της στην εξουσία. Η δε αντιπολίτευση θεωρεί ότι μπορεί να αξιοποιήσει το γεγονός προκειμένου να κατακτήσει ενδεχομένως ακόμη και την απόλυτη πλειοψηφία στην επόμενη Βουλή. Από αυτή τη σκοπιά, η επίκληση ζητημάτων θεσμικής εκτροπής θα πρέπει να θεωρηθεί προσχηματική. Οι προσπάθειες παρεμβάσεων στο έργο της Δικαιοσύνης δεν είναι άγνωστες στη διεθνή πολιτική ιστορία. Αποτελούν ένα μόνιμο πρόβλημα για όσους αγωνίζονται για την εξασφάλιση του κράτους δικαίου. Η λύση πολύ σπάνια προέρχεται από την εκτελεστική εξουσία. Συνήθως κάποιοι δικαστές με σθένος δημιουργούν τα αναγκαία αναχώματα και μάλιστα με τρόπο που εμποδίζει την εκμετάλλευσή τους από όσους αποκαλύπτουν θεσμικές εκτροπές των πολιτικών τους αντιπάλων. Ο κυνισμός των πρωτοστατών των επικοινωνιακών παιγνίων μπορεί να γίνει κατανοητός και από μιαν άλλη άποψη: Και οι δύο αντίπαλοι γνωρίζουν ότι ο διαδικαστικός ρόλος των δικαστών είναι περιορισμένος. Ας θυμηθούμε ότι ένα από τα κόλπα του χειρισμού της υπόθεσης Novartis είναι ο εγκλωβισμός σε μια υπόθεση που για διάφορους λόγους δεν θα οδηγήσει τα κεντρικά πρόσωπα στα δικαστήρια.

Οι πολιτικοί που εκτίθενται στα τηλεοπτικά παράθυρα πιστεύουν, ο καθένας από την πλευρά του, ότι συμμετέχουν σε ένα έξυπνο κόλπο. Αυτό όμως που μας παρουσιάζουν είναι μια ανησυχητική  έκπτωση της πολιτικής ευφυΐας. Πιστεύουν πράγματι ότι με αυτά τα κόλπα  θα παραμείνουν στις θέσεις τους; Νομίζει η αντιπολίτευση ότι πράγματι με αυτές τις στηλιτεύσεις θα κερδίσει το έπαθλο της κυβέρνησης; Μάλλον και οι δύο δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει σήμερα στην ελληνική κοινωνία. Εκτός εάν ποντάρουν στην πολιτική απάθεια θεωρώντας ότι οι δικοί τους θα φυλλορροήσουν  και θα μείνουν σπίτι τους την ημέρα των εκλογών σε μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι οι οπαδοί του αντιπάλου.

Εάν η αντιπολίτευση θέλει να κερδίσει ψήφους μέσω της προβολής θεσμικών ζητημάτων, θα πρέπει να στραφεί σε άλλα μέσα. Θα πρέπει να μιλήσει για την ουσία των φαινομένων και για την ουσία της πολιτικής που θα θέλει να παρουσιάσει ως ένα αποτελεσματικό αντίδοτο. Το πολιτικό κοινό δεν μπορεί πια να κινητοποιηθεί με άναρθρες κραυγές. Ούτε βέβαια είναι σίγουρο ότι θα πάει να ψηφίσει επειδή ωφελήθηκε από πρόσκαιρες παροχές. Αλλά ούτε και είναι βέβαιο ότι θα αποφέρει οφέλη η επένδυση στην ανορθολογική αντιμετώπιση ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής μέσω του εθνικισμού που αναδείχτηκε τόσο στον αντιμνημονιακό αγώνα, όσο και στην περίπτωση της εκμετάλλευσης του Μακεδονικού. Η πολιτική συμμετοχή στις επόμενες εκλογές δεν θα εξαρτηθεί ούτε από κόλπα με τους θεσμούς, όπως κάνει η σημερινή συμπολίτευση, προκειμένου να χρησιμοποιήσει τους δικαστές σε ένα παίγνιο στιγματισμού, ούτε με καταγγελίες περί θεσμικής εκτροπής χωρίς θεσμικό αντίκρισμα λόγω έλλειψης ορατής πολιτικής πρότασης.

Ο Αλέξανδρος – Ανδρέας Κύρτσης είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών