Καισαριανή. Με γέννησε, με έθρεψε. Για ό,τι είμαι, καλό ή κακό, το οφείλω σ’ εκείνη. Οι κοφτερές της πέτρες στις αλάνες του Σκοπευτηρίου, στην Πανεπιστημιούπολη, πίσω από τις αυλές, τη Νήαρ Ηστ, έχουν χαράξει τα γόνατα, τους αγκώνες και την ψυχή μου.

Μια περιοχή, κοινωνικός και πολιτικός αποσυνάγωγος με ανεξίτηλο αριστερό παρελθόν και ξεθωριασμένο αριστερό παρόν.

Οι εφημερίδες έρχονταν διπλωμένες από την πλατεία και τα κουδούνια χτυπούσαν συνωμοτικά τα κυριακάτικα πρωινά για τον «Ριζοσπάστη».

Ηταν τα χρόνια που σε συμβούλευαν να μη λες ότι μένεις στην Καισαριανή, τα «σκατουλάδικα» όπως την έλεγε μια ψυχή με αποστροφή.

«Και τι να λέω;».

«Να λες ότι μένεις στον Βύρωνα, στο Παγκράτι. Οχι στην Καισαριανή».

Δεν είχαν άδικο. Πριν από τον εξαγνισμό της από τον Ανδρέα Παπανδρέου η «Μικρή Μόσχα» αποτελούσε στίγμα για το βιογραφικό των κατοίκων της.

Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 αλλά και αργότερα, εκατοντάδες νέοι της περιοχής βίωσαν τον κοινωνικό ρατσισμό και την απομόνωση. «Καισαριανή; Θα σας ειδοποιήσουμε», έλεγαν τα αφεντικά.

Η πλειονότητα των ανθρώπων της ήταν μεροκαματιάρηδες. Μεροδούλι, μεροφάι. Φτώχεια και ανέχεια. Τα τεφτέρια στον μπακάλη, τα καθυστερούμενα στη ΔΕΗ, τα χρέη στο φροντιστήριο ήταν μέρος της καθημερινότητάς τους.

Η Αριστερά ήταν ένας ώμος όπου μπορούσαν να ακουμπήσουν τις έγνοιες, τα όνειρα, την αντίδρασή τους.

Τη φαντάζονταν ως έναν Παράδεισο όπως αυτούς που τάζουν οι θρησκείες στους καλούς και τίμιους. Μοιρασμένα πλούτη, ίσες ευκαιρίες στις δουλειές, σπίτια χωρίς λαμαρίνες στις σκεπές.

«Πολυκατοικίες. Να γίνουν πολυκατοικίες», έλεγαν για τα χαμόσπιτά τους, πιστεύοντας πως το μπαλκονάκι θα τους τραβούσε από τη φτώχεια.

Πέρασαν χρόνια και τα όνειρα έγιναν πραγματικότητα. Τα ψηλά κουτιά έκρυψαν τον ήλιο και τις κοφτερές πέτρες στις αλάνες. Η Αριστερά, αμόλυντη από τις αμαρτίες της εξουσίας, ήρθε αέρινη κρατώντας τα κλειδιά του Παραδείσου.

Ενα γλυκό απόγευμα οι αριστεροί έτρεξαν στο Σκοπευτήριο για να δουν από κοντά τον Αρχάγγελό τους να τραβά από το δυστοπικό παρελθόν τους νεκρούς συντρόφους. Στην πρώτη νεροποντή τα κόκκινα γαρίφαλα ξέβαψαν λεκιάζοντας ντροπή τα όνειρα του πόνου για την προδοσία.