Η ιστορία του πρώτου ντιμπέιτ είναι γνωστή. Ο Κένεντι έγραφε πολύ στον φακό, ο Νίξον ήταν τόσο αντιτηλεοπτικός που έμοιαζε σχεδόν άρρωστος. Οταν έσβησαν τα φώτα του πλατό, οι Αμερικανοί είχαν ήδη ψηφίσει – φυσικά εκείνον που έσφυζε από τηλεοπτική υγεία.

Τα ντιμπέιτ δεν παίζουν πια τον ρόλο που έπαιζαν κάποτε. Σχεδόν κανένας δεν διαμορφώνει άποψη από μια τηλεοπτική μονομαχία – πιθανότατα ούτε καν οι αναποφάσιστοι. Αλλά η πρόσκληση του Τσίπρα στον Μητσοτάκη να μονομαχήσουν στα τηλεοπτικά αλώνια έχει κάτι από εκείνη την τηλεοπτική αυτοπεποίθηση του Κένεντι. Ο Τσίπρας πιστεύει ότι γράφει στον φακό, ότι υπερτερεί τηλεοπτικά από κάποιον που μπορεί να μην είναι ακριβώς αντιτηλεοπτικός αλλά πάντως χειρίζεται το μέσο περισσότερο σαν αμήχανος πολιτικός και λιγότερο σαν έμπειρος κονφερασιέ.

Αλλά ακόμη κι αν είναι έτσι, ακόμη και αν ο Τσίπρας είναι ένας βαλκάνιος Κένεντι και ο Μητσοτάκης τηλεοπτικά χλωμός όσο ο Νίξον, μπορεί ένα ντιμπέιτ να αλλάξει τον ρου της πολιτικής Ιστορίας; Μπορεί ο Τσίπρας να εκμηδενίσει τη διαφορά που τον χωρίζει από τον Μητσοτάκη όχι μόνο στη δημοτικότητα, αλλά και στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία;

Περισσότερο από φιλοδοξία, η πρόταση Τσίπρα εκφράζει μια ελπίδα. Οι διαφορές είναι τέτοιες που ο νικητής θα έχει πάντα κάτι να χάσει, ενώ ο χαμένος δεν θα έχει να χάσει τίποτα. Από τη θέση του ηττημένου, ο Τσίπρας μπορεί να ποντάρει παντού και τα πάντα χωρίς φόβο. Από τη θέση εκείνου που προηγείται, ο Μητσοτάκης θα έχει πάντα κάτι να φοβάται: ένα λάθος εδώ, μισή παγίδα εκεί, μια στιγμή αμηχανίας στο τηλεοπτικό στούντιο ενώ ο χρόνος θα κυλά ανάποδα.

Θα ήταν έτσι ακόμη κι αν Τσίπρας και Μητσοτάκης είχαν να προσφέρουν κάτι καλύτερο από την ξαναζεσταμένη σούπα των κοινοβουλευτικών τους αψιμαχιών σε τηλεοπτική συσκευασία. Από το ντιμπέιτ Νίξον – Κένεντι έχουν περάσει εξάλλου σχεδόν εξήντα χρόνια. Το τηλεοπτικό προϊόν έχει πια γεράσει. Και μ’ ένα ντιμπέιτ δεν χάνεται κι ο κόσμος.