Προσπαθούσα να καταλάβω πόσοι ακριβώς ήταν οι διαδηλωτές στη Γαλλία. Η γαλλική κυβέρνηση είπε ότι ήταν περίπου 31.000 όσοι διαδήλωσαν στις γαλλικές πόλεις. Ας πούμε ότι η κυβέρνηση λέει ψέματα και ότι ήταν τριπλάσιοι – 100.000 και πλέον. Ο αριθμός ακούγεται μικρός αν τον συγκρίνει κανείς με το σύνολο του γαλλικού πληθυσμού – μόνο στο Παρίσι ζουν εκατομμύρια άνθρωποι. Ομως το πράγμα έχει και μια άλλη ανάγνωση: αν έχουμε να κάνουμε με 31.000 ή και 20.000 ανθρώπους με διάθεση να κάνουν καταστροφές (να μπουν π.χ. στο προεδρικό μέγαρο και να τα σπάσουν όλα όπως απειλούν…), η κατάσταση δύσκολα αντιμετωπίζεται. Κυρίως γιατί όλους αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορείς ούτε να τους συλλάβεις ούτε να τους φυλακίσεις. Μπορείς να τους αναχαιτίσεις – θα επιστρέψουν. Αυτές οι εκδηλώσεις κοινωνικής διαμαρτυρίας δύσκολα θα περιοριστούν στη Γαλλία: είναι αρκετά πιθανό τα Κίτρινα Γιλέκα να βρουν μιμητές. Αλλά αυτό είναι το τελευταίο που απασχολεί τη γαλλική κυβέρνηση: θα ‘πρεπε να απασχολεί την Ευρώπη συνολικά, που παρακολουθεί ό,τι συμβαίνει χρόνια τώρα αμήχανη ενώ καταρρέει.

Διαβάζω τα αιτήματα των γάλλων εξεγερμένων. Εχουν όλα σχέση με ένα και μόνο ζήτημα: τα λεφτά. Θέλουν χαμηλότερους φόρους, φθηνότερα καύσιμα, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις. Οταν μιλάνε στις κάμερες, το πρώτο που αναφέρουν είναι οι αμοιβές τους – το κάνουν για να εξηγήσουν τη διαμαρτυρία τους και διαμαρτύρονται γιατί δεν έχουν καμία ρεαλιστική ελπίδα ότι προσεχώς θα πάρουν χρήματα περισσότερα. Καταστρέφουν τον κόσμο που υπάρχει γιατί νιώθουν πως δεν είναι δικός τους: το Brexit, η νίκη του Σαλβίνι στην Ιταλία, η υποστήριξη όσων στην Ελλάδα φαντασίωναν πως θα καταστρέψουν την Ευρώπη, η άνοδος της Ακροδεξιάς, φυσικά και οι ταραχές στη Γαλλία βασίζονται σε αυτήν τη βεβαιότητα.

Νομίζω ότι αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι πιο πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (ή κάνουν ότι δεν το καταλαβαίνουν…) είναι ότι τα χρόνια της κρίσης δημιούργησαν ένα παράδοξο μεταπολεμικό σκηνικό. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα χρόνια της ύφεσης ήταν λιγότερα από όσα πέρασαν τελευταία οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου ειδικά. Η ύφεση αφήνει πάντα πίσω καταστροφές – και οι καταστροφές κοινωνικά απελπισμένους. Ολα αυτά συμβαίνουν ενώ η Ευρώπη μοιάζει εγκλωβισμένη σε μια αντιπαράθεση ορθολογιστών – λαϊκιστών, που δεν έχει πια μεγάλη σημασία. Οι λαϊκιστές είναι σαφώς επικίνδυνοι, γιατί ρίχνουν λάδι στη φωτιά της διαμαρτυρίας, ευλογώντας κάθε διεκδίκηση με την ασφάλεια που έχει όποιος μπαγαπόντης δεν έχει κυβερνήσει. Αλλά και οι ορθολογιστές, όταν και εφόσον κατορθώνουν να καταδείξουν το ανέφικτο των λαϊκιστικών υποσχέσεων, ελπίδα δεν δίνουν. Συνήθως κατορθώνουν να μεγαλώσουν την απελπισία όποιου τους ακούει: αν εξηγείς σε έναν άρρωστο γιατί η αρρώστια του είναι επικίνδυνη, δεν τον γιατρεύεις. Απλά μεγαλώνεις τον φόβο του ή τον οδηγείς σε απόγνωση και η απόγνωση παίζει περίεργα παιχνίδια. Οι λαϊκιστές σε αυτήν επενδύουν, οι ορθολογιστές τη δυναμώνουν: το αποτέλεσμα είναι οι φωτιές στο Παρίσι.

Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρχαν νικητές και ηττημένοι, αλλά κυρίως υπήρχαν κατεστραμμένοι και απελπισμένοι άνθρωποι. Ο Στάλιν νόμιζε πως όλοι αυτοί θα ξεσηκωθούν από αγανάκτηση για να διαλύσουν τον καπιταλισμό. Η Δύση κατάλαβε πως το μόνο που ήθελαν ήταν η σιγουριά για ένα καλύτερο αύριο – τη σιγουριά που δίνουν τα χρήματα. Προέκυψε το Σχέδιο Μάρσαλ, δημιουργήθηκαν θεσμοί με σκοπό την ανάπτυξη, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, γεννήθηκε η σοσιαλδημοκρατία που άμβλυνε τις κοινωνικές ανισότητες, δηλαδή μοίρασε χρήμα στους φτωχότερους. Με τις μνήμες του πολέμου νωπές, οι άνθρωποι δούλεψαν για να ανοικοδομήσουν τις χώρες τους και να χτίσουν ένα μέλλον. Τώρα μνήμες πολέμου δεν υπάρχουν. Υπάρχουν απελπισμένοι που καίνε το Παρίσι. Γιατί πείστηκαν πως μέλλον δεν έχουν. Από όλους.