Η βία είναι απαράδεκτη σε μια δημοκρατία. Το μονοπώλιο της βίας το έχει το κράτος. Η βία οδηγεί σε περισσότερη βία, περισσότερη καταστολή, περισσότερο καπιταλισμό. Από την άλλη πλευρά, η βία δεν είναι κάτι ομοιογενές, μπορεί να αποτελεί προϊόν απελπισίας, αλλά και εκδίκησης ή καταστροφομανίας. Επιπλέον, έχει αποδειχθεί σε πολλές περιπτώσεις ότι η βία βοηθά στην ανάδειξη προβλημάτων. Αρα;

Οσοι δαιμονοποιούν το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων και καταγγέλλουν τον κρυπτοφασιστικό του χαρακτήρα, έλεγε την περασμένη εβδομάδα στη Libération ο γάλλος φιλόσοφος Φρεντερίκ Γκρο, προσπαθούν να κρύψουν τις ευθύνες τους για τη συστηματική καταστροφή του κοινού συμφέροντος τα τελευταία τριάντα χρόνια. Οι κίνδυνοι από την έκρηξη βίας στις γαλλικές πόλεις είναι ασφαλώς μεγάλοι. Δεν κουνάμε το δάχτυλο όμως σε όποιον, με το σώμα του, με τον χρόνο του, με τις κραυγές του, διακηρύσσει ότι μια άλλη πολιτική είναι δυνατή. Κάθε κυβέρνηση έχει τη βία που της αξίζει.

Αν και αυτή η ανάγνωση της σύγκρουσης είναι κάπως επιφανειακή, καθώς παραγνωρίζει παράγοντες όπως ο ρόλος της Ακροδεξιάς ή των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, το τελικό συμπέρασμα παρουσιάζει ενδιαφέρον. Και μπορεί κανείς να το επεκτείνει στην Ελλάδα – αν και για διαφορετικούς λόγους. Η βία που σημειώνεται εδώ δεν εκφράζει κάποια ανάγκη για αλλαγή πολιτικής. Γίνεται για εθιμοτυπικούς λόγους ή για λόγους εκτόνωσης. Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στην αντιπολίτευση, την υπέθαλπε και την ενθάρρυνε. Τώρα την υφίσταται. Με αυτή την έννοια, την αξίζει.

Δεν την αξίζουν όμως οι πολίτες. Ούτε οι ιδιώτες που βλέπουν την περιουσία τους να καταστρέφεται ούτε οι φορολογούμενοι εν γένει που πληρώνουν για την αποκατάσταση των ζημιών. Κι αν στη Γαλλία η κυβέρνηση γνωρίζει τι πρέπει να κάνει – εξισορρόπηση της φορολογικής της πολιτικής, ενίσχυση των αδύναμων στρωμάτων και χρησιμοποίηση σιδηράς πυγμής για την αντιμετώπιση όσων θέλουν να καταλύσουν το κράτος -, οι έλληνες αρμόδιοι δεν έχουν στην πραγματικότητα κάποια αιτήματα να μελετήσουν. Προσπαθούν απλώς κάθε φορά να περιορίζουν γεωγραφικά τις καταστροφές. Θυσιάζουν τα Εξάρχεια, για να μπορεί μετά η υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη να κομπάζει ότι «δεν υπήρξε καμιά διαταραχή στην κοινωνική, πολιτιστική ή οικονομική ζωή της πόλης». Αλλά, φυσικά, κάθε χώρα έχει τους υπουργούς που της αξίζουν.

Απέναντι στην ελληνογαλλική ανωριμότητα, η Γερμανία δείχνει για άλλη μια φορά ότι υπάρχει ο δρόμος της σοβαρότητας, της συνέχειας, του συμβιβασμού. Η απόφαση του CDU να αποφύγει τις περιπέτειες, εκλέγοντας την κεντρώα Ανεγκρέτ Κραμπ – Καρενμπάουερ στη θέση της προέδρου και τον δεξιό Πάουλ Τσίμιακ στη θέση του γενικού γραμματέα, γλιτώνει τη Γερμανία από μια απότομη ιδεολογική στροφή και την Ευρώπη από μια μακρά περίοδο αστάθειας. Το Βερολίνο είναι ο αντίπαλος που μας αρέσει να μισούμε. Κι ύστερα να του αναθέτουμε σιωπηρά τη διαχείριση της τύχης μας.