Με τα μουσεία και τα πολιτιστικά μνημεία κλειστά, με τους δρόμους του κέντρου της πόλης «κλειστούς» για την κυκλοφορία των αυτοκινήτων, με τα εμπορικά καταστήματα οχυρωμένα και με χιλιάδες αστυνομικά αυτοκίνητα θωρακισμένα και σε ετοιμότητα, το Παρίσι μοιάζει σήμερα το πρωί με υπαίθρια φυλακή. Αυτό το τέταρτο Σάββατο της κινητοποίησης των Κίτρινων Γιλέκων είναι που κάνει τις Αρχές να τρέμουν περισσότερο.

Ωστόσο, η κυβέρνηση προέβη σε μια χειρονομία καλής θέλησης προκειμένου να κατευνάσει τον θυμό των Γάλλων, ανακοινώνοντας την ακύρωση της αύξησης του φόρου επί των καυσίμων. Αυτή η αναγγελία, όμως, ίσως έφτασε πολύ αργά. Μέσα σε έναν μήνα, η μεσαία τάξη, οι αγρότες, οι μαθητές, οι φοιτητές, έως και οι παραϊατρικοί υπάλληλοι εντάχθηκαν στο κίνημα. Το κύριο αίτημα, το οποίο αφορούσε τον φόρο επί των καυσίμων αρχικά, εξελίχθηκε σε πόλεμο κατά της φορολογικής αδικίας, της εξαθλίωσης του πληθυσμού και του υψηλού κόστους ζωής.

Μέρα με τη μέρα, ο θυμός μεγαλώνει, ενώ ακραία κόμματα και κινήματα προσπαθούν να υιοθετήσουν αυτήν τη λαϊκή εξέγερση απέναντι σε έναν πρόεδρο του οποίου τα ποσοστά ποτέ δεν ήταν τόσο χαμηλά στις δημοσκοπήσεις. Ο Εμανουέλ Μακρόν είχε τα πάντα για να πετύχει και σήμερα φοβάται τα χειρότερα. Αλλά από τότε που ανήλθε στην εξουσία, πριν από 18 μήνες, ο γάλλος πρόεδρος το μόνο που κάνει είναι να προκαλεί με δηλώσεις του, όπως για παράδειγμα έκανε με εκείνη που περιέγραφε τους Γάλλους «σαν τους Γαλάτες που δεν δέχονται τις μεταρρυθμίσεις». Ακόμα και αν έχει δίκιο κατά βάθος, πλήγωσε τον λαό του.

Στο μεταξύ, και μόνο το γεγονός ότι τέσσερις εβδομάδες μετά την έναρξη του κινήματος δεν υπάρχει ακόμα ηγέτης – εκπρόσωπος των Κίτρινων Γιλέκων είναι επικίνδυνο. Αυτή η έλλειψη δομής δείχνει ότι ο θυμός δεν έχει ούτε όριο ούτε κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, είναι επικίνδυνο. Πέρα από τη βία, οριστικοποιείται το διαζύγιο μεταξύ μιας μεγάλης πλειοψηφίας των Γάλλων και του προέδρου τους. Και ακόμα κι αν η κατάσταση στην οποία έχει φτάσει η χώρα είναι αποτέλεσμα πολιτικών που εφαρμόστηκαν σε βάθος εικοσαετίας, ο Εμανουέλ Μακρόν κινδυνεύει να το πληρώσει πολύ ακριβά.