Η πρόσφατη καταδίκη της καθαρίστριας του Δήμου Βόλου σε μία εξοντωτική ποινή κάθειρξης -ποινή φανερά δυσανάλογη προς το διαπραχθέν αδίκημα- δικαίως προκάλεσε γενική κατακραυγή. Η κοινή γνώμη δεν ασχολήθηκε τόσο με το αν επρόκειτο για άδικο νόμο ή άδικη εφαρμογή του· εκείνο που μέτρησε ήταν το άδικο αποτέλεσμα, το οποίο ήρθε σε ευθεία αντίθεση με το αίσθημα δικαιοσύνης των πολιτών. Εγκρατείς ποινικολόγοι διευκρίνισαν, από πλευράς τους, ότι το Εφετείο ακολούθησε εν προκειμένω εσφαλμένη νομολογιακή θέση, τόνισαν δε ορθώς την ανάγκη άμεσης κατάργησης του αναχρονιστικού ν. 1608/1950 περί «καταχραστών του Δημοσίου».

Στην υπόθεση αυτή φαίνεται ότι το γενικό αίσθημα δικαιοσύνης εναρμονίσθηκε με μία βασική δικαϊκή αρχή, την αρχή της αναλογικότητας, η οποία και κατοχυρώνεται στο Σύνταγμά μας (άρ. 25 παρ. 1). Ωστόσο, πέρα από τέτοιες περιπτώσεις εξόφθαλμης αδικίας, δεν μπορεί να παραγνωρισθεί ότι μία γενικευμένη επίκληση του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» ως μέτρου δικαιοδοτικής κρίσεως είναι εξαιρετικά επικίνδυνη σε μία ευνομούμενη πολιτεία, ιδίως όταν το αίσθημα αυτό «ζητεί» καταδίκες. Ειδικότερα, ανακύπτει εδώ μία σειρά κρίσιμων ερωτημάτων:

Ποιοι είναι, εν πρώτοις, αυτοί που διαμορφώνουν το «κοινό περί δικαίου αίσθημα»; Ολοι οι πολίτες ή η πλειονότητα αυτών; Οι «σοφότεροι» ή οι δυναμικότεροι -ή και βιαιότεροι- αυτών; Μήπως οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης; Μήπως η κοινότητα των νομικών, που αποτελείται από δικαστές, θεωρητικούς του δικαίου και δικηγόρους; Και πάλι, μεταξύ των τελευταίων, ποιοι εξ αυτών, η πλειονότητα αυτών ή των «σοφότερων» αυτών; Ποιος είναι, εν τέλει, ο ζητούμενος εδώ consensus;

Και η ένταση των διερωτήσεων αυξάνεται: Ποιοι διαπιστώνουν την ύπαρξη και το ειδικότερο ανά περίπτωση παράγγελμα του κοινού περί δικαίου αισθήματος; Είναι, άραγε, «καθήκον του δικαστή να πιάνει τον σφυγμό της κοινωνίας»; Και ποιου τμήματος αυτής: των συνταξιούχων ή των ανέργων, των δημοσίων υπαλλήλων ή των ελευθέρων επαγγελματιών; Διαθέτει καν τη νομιμοποίηση για κάτι τέτοιο; Είναι ελεύθερος από τις προσωπικές, υποκειμενικές του προϊδεάσεις-προκαταλήψεις περί δίκαιης κοινωνίας, δίκαιης κατανομής των πόρων, «χρηστών ηθών» κ.ο.κ.;

Ναι, είναι αλήθεια, στις σύγχρονες κοινωνίες οι ηθικές μας θεωρήσεις συγκλίνουν στη θέση ότι η ανθρωποκτονία ή ο βιασμός είναι άνευ ετέρου κολάσιμες πράξεις· εκεί υπάρχει συναίνεση, αυτά είναι τα βασικά και εύκολα ζητήματα, όπως επεσήμαινε και ο αείμνηστος Καθηγητής Σταύρος Τσακυράκης (βλ. «Κοινό περί δικαίου αίσθημα vs κράτος δικαίου», ομιλία στο «e-κύκλος» στις 3.2.2018). Στα υπόλοιπα ζητήματα, όμως, θα εμφανίζονται συχνά σημαντικές αποκλίσεις, όπως λ.χ. ποια συγκεκριμένη ποινή θα επιβάλουμε στον δράστη· εκεί συχνά μπορεί να μην υπάρχει συναίνεση. Αν, λ.χ., η πλειονότητα των πολιτών απαιτεί τη θανατική ποινή για τον δράστη, θα πρέπει η δικαιοσύνη να την «αφουγκραστεί»; Κι αν έχει σημασία το κοινό περί δικαίου αίσθημα, γιατί να μην νομιμοποιείται η Κυβέρνηση ή η Βουλή να κινήσουν δημοψηφισματική διαδικασία «για να μιλήσει ο λαός» για την επιβολή μιας ποινής; Μπορεί, άραγε, να εξαρτηθεί η προφυλάκιση ενός προσώπου (πολιτικού, επιχειρηματία κοκ) από το κοινό περί δικαίου αίσθημα; Ή η δυνατότητα των μεταναστών να εισέρχονται στα δημόσια μέσα μεταφοράς ή να πηγαίνουν στα ίδια σχολεία με τους γηγενείς; Είναι, εν τέλει, το κοινό περί δικαίου αίσθημα μία vox populi, που μπορεί να δικαιολογήσει ακόμη και την πυρά;

Η (αρνητική) απάντηση στα ρητορικά αυτά ερωτήματα είναι προφανής. Τα ερωτήματα αναδεικνύουν πόσο ολισθηρή είναι εδώ η πλαγιά, πόσο σοβαρός είναι ο κίνδυνος εκτροπής προς την οχλοκρατία, τα λαϊκά δικαστήρια, την πυρά για τις «μάγισσες» της κάθε εποχής (αλλόδοξους, αλλοεθνείς κ.ο.κ.). Ετσι, η όποια επίκληση και αξιοποίηση του γενικού αισθήματος δικαιοσύνης απαιτεί πάντοτε ιδιαίτερη προσοχή και περίσκεψη.

Το πρόβλημα αναδύεται συχνά – πυκνά στη χώρα μας. Τις τελευταίες ημέρες, λ.χ., βουλευτής της συμπολίτευσης -και δη Πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Τάξης & Δικαιοσύνης της Βουλής- δήλωσε σε σχέση με τη γνωστή υπόθεση των ενεχυροδανειστηρίων ότι «η κοινή γνώμη δεν μπορεί να πιστέψει ότι δεν υπάρχει αδίκημα». Η δήλωση αυτή εναρμονίσθηκε με την προηγηθείσα σχετική καταδικαστική κρίση του ιδίου του Πρωθυπουργού από βήματος Βουλής, η οποία και παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων. Τον λογαριασμό, πάντως, θα τον πληρώσουμε όλοι ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – όπως συνέβη, εξάλλου, και στο παρελθόν με παρόμοιες «καταδικαστικές κρίσεις» μελών της εκτελεστικής εξουσίας.

Απέναντι στους προπεριγραφέντες κινδύνους μόνη σταθερή εγγύηση αποτελεί το κράτος δικαίου και οι θεσμοί του. Διότι το κράτος δικαίου θέτει τους κανόνες λήψης των αποφάσεων σε διάφορα επίπεδα, ώστε αυτές να είναι σεβαστές από όλους τους πολίτες. Διασφαλίζει δε, συγχρόνως, δύο βασικές αρχές κάθε ευνομούμενης πολιτείας: (α) την ισότιμη μεταχείριση των πολιτών και συναφώς την απαγόρευση αυθαίρετων διακρίσεων· και (β) την προστασία θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών – μεταξύ άλλων, δε, και του τεκμηρίου αθωότητας.

Ο μεγάλος φιλόσοφος του δικαίου John Rawls υπογράμμιζε στο μνημειώδες έργο του «A Theory of Justice» (σ. 5) ότι «το τι είναι δίκαιο και τι άδικο είναι συνήθως αντικείμενο διαφωνίας σε μία κοινωνία. Οι άνθρωποι διαφωνούν ως προς ποιες αρχές θα πρέπει να ρυθμίσουν τους βασικούς όρους της συνύπαρξής τους. Και πάλι πάντως, παρά την εν λόγω διαφωνία […], αντιλαμβάνονται όλοι την ανάγκη ύπαρξης ορισμένων θεμελιωδών αρχών που θα καθορίζουν την αναγνώριση βασικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων». Αντιλαμβανόμαστε όλοι, δηλαδή, τουλάχιστον την ανάγκη ύπαρξης μιας συνταγματικής, δικαιοκρατούμενης τάξης, που έχει εν τέλει ως αποστολή της να μας προστατεύει όλους από έναν πόλεμο όλων έναντι όλων επί τη βάσει των υποκειμενικών «περί δικαίου» αντιλήψεων κάθε ατόμου ή ομάδας ατόμων – ή φαντασιακών «κοινωνικών πλειοψηφιών».

Ο Αντώνης Γ. Καραμπατζός είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ