«Είναι ένα βιβλίο που μιλάει για απουσίες. Για απουσίες σχέσεων, θεσμών, εκφράσεων. Μιλάει όμως και για πράγματα παρόντα, για φτερουγίσματα υπαρκτά, συχνά θαμμένα κάτω από τον όγκο των απόντων». Κάπως έτσι περιγράφει η Μαρία Φαφαλιού τη βουτιά της στη λειτουργία του πρώτου θεραπευτηρίου ψυχικών παθήσεων στη χώρα μας, του γνωστού Δρομοκαΐτειου. Προϊόν ενδελεχούς έρευνας, περιγράφει όχι μόνο τον χώρο και όσους πέρασαν από εκεί, αλλά τις εποχές, τις πεποιθήσεις, τις προσεγγίσεις, την αδιαφορία, τα όνειρα των εγκλείστων, των συγγενών αλλά και των εργαζομένων.

Πολύ σημαντικό. Δεν διδάσκει, δεν παίρνει θέση άμεση. Τη διαμορφώνει μέσα από τις μαρτυρίες και τα βιώματα των πρωταγωνιστών. Στόχος είναι η εξοικείωση και η αλλαγή του στερεοτύπου της «τρέλας», η επανένταξη των ψυχικά αρρώστων στην κοινωνία. Να μας κάνει να ξανασκεφτούμε αν όντως πιστεύουμε ότι «η υγεία των ασθενών είναι ιατρική ευθύνη, η ζωή τους είναι κοινωνική ευθύνη». Και ίσως αφορμή για συνειδητή απάντηση στο ερώτημα: «Η συμμετοχή στη ζωή είναι προνόμιο ή δικαίωμα;».

Το βιβλίο «Ιερά Οδός 343» δεν είναι καινούργιο. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1995, αλλά παραμένει εξαιρετικά ενδιαφέρον, ιδιαίτερα σε μια εποχή κατά την οποία τα ψυχικά νοσήματα, λόγω της πίεσης από την κρίση, αυξάνονται δραματικά. Η συγγραφέας, με μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνική Ψυχολογία, χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά ως τρόπο συλλογής δεδομένων τις προφορικές και γραπτές μαρτυρίες – τους σατιρικούς στίχους του Σουρή, την κρίση του Βιζυηνού, τις διορατικές παρατηρήσεις του Ρώμου Φιλύρα: «Και οι χλωμές, φασματικές, εφιαλτικές μορφές των αρρώστων, που τριγυρνούσανε στον περίβολο, μου φανήκανε σαν φαντάσματα, σαν άυλα και άπιαστα φαντάσματα που τριγυρνούσαν στις όχθες του Αρνου και οπού στα χείλη τους έτρεμε, μαζί με το άφωνο «καλώς ώρισες» το ερώτημα: «Τι νέα απ’ τον απάνω κόσμο, από τον κόσμον των ζωντανών;». Ωραίο είναι που εδώ μέσα μας φέρονται σα να είμεθα γνωστικοί. Ξυπνάμε, τρώμε, κοιμούμαστε σύμφωνα με τον κανονισμό. Αυτοκράτορες, Θεοί, Βασιλιάδες, υποχρεωνόμαστε να σηκωθούμε την ώρα που ορίζει ο κύριος νοσοκόμος. Δε ρωτάει αν θέλουμε και αν μπορούμε να διακόψουμε την υπερκόσμια αποστολή μας. Αν είναι έτσι, τι όφελος να είμαστε τρελοί; Και μεις σκλάβοι της ανθρώπινης στενοκεφαλιάς;».

Ιστορίες ανθρώπων

Πρόκειται για ένα βιβλίο με διαχρονική πορεία. Η ροή του βασίζεται στην ιστορική εξέλιξη του Δρομοκαΐτειου και κατ’ επέκταση και της ελληνικής ψυχιατρικής. Από τα πρώτα του βήματα στα τέλη της δεκαετίας του 1880, όταν στην ακόμα τουρκοκρατούμενη Χίο ο Ζωρζής Δρομοκαΐτης συνέταξε τη διαθήκη του ιδρύοντας το «Φρενοκομείον Ζωρζή και Ταρσής Δρομοκαΐτη» μέχρι τις ημέρες μας. Κορμός του βιβλίου είναι η ιστορία ανθρώπων, όχι «περιπτώσεων». Βγαλμένη μέσα από τις αφηγήσεις τους, από γράμματα, ποιήματα, άρθρα, έργα ζωγραφικής. Ακόμα και αν η επικοινωνία εκφραζόταν κάποιες φορές μ’ ένα σπάνιο χαμόγελο, ένα νεύμα ή έναν μορφασμό πόνου. Είναι η ιστορία των ασθενών, των γιατρών, των νοσοκόμων, των κοινωνικών λειτουργών, του διοικητικού προσωπικού, των βοηθών. Είναι και η ιστορία των συγγενών και των γνωστών. Οχι όμως των φίλων, γιατί αυτοί χάθηκαν αμέσως, όπως διαπιστώνουν οι περισότεροι.

Ενα βιβλίο που ελπίζει να μπορέσει να σπάσει κάπως το φράγμα που χωρίζει τον ψυχικά άρρωστο από μας τους «απέξω». Ετσι ώστε σε μια εποχή όπως η δική μας, όπου τόση κουβέντα γίνεται για αποϊδρυματοποίηση και επανένταξη στην κοινότητα, να μπορούμε όλο και περισσότερο ν’ αποδεχόμαστε και να ενθαρρύνουμε ανθρώπους που μοιράζουν την ημέρα τους μεταξύ του Δρομοκαΐτειου και της άλλης ζωής.

Απόσπασμα

Ο Βιζυηνός είχε χάσει το μυαλό του

«Ηταν Μάρτης του 1892. Η άνοιξη βρισκόταν στην αρχή της. Τα μπουμπούκια άρχισαν να ανοίγουν. Η Αθήνα μοσχοβόλαγε. Στο δρόμο προς τα Πατήσια, όπου υπήρχαν πολλοί κήποι και περιβόλια, αρκετοί Αθηναίοι έκαναν τον περίπατό τους. Στο Μοναστηράκι ο Γεώργιος Βιζυηνός βρήκε ένα ωραίο αμάξι «λαντό» με δύο άσπρα άλογα και είπε στον αμαξά να τον πάει προς την οδό Πατησίων.

Το λαντό με το Βιζυηνό τράβηξε το δρόμο, μετά το Πολυτεχνείο και χάθηκε στο βάθος όπου υπήρχαν περισσότεροι κήποι. Πέρασε πολλή ώρα για να ξαναφανεί. Είχε σχεδόν γίνει απόγευμα, όταν ένας άλλος ποιητής, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, βρισκόταν εκεί στη διασταύρωση της Πατησίων με την Πανεπιστημίου, στα Χαυτεία δηλαδή, όπου ανάμεσα στ’ άλλα καφενεία ήταν και το «Βυζάντιον» στο οποίο σύχναζαν λογοτέχνες και ποιητές.

Το θέαμα που αντίκρισε ο Μαλακάσης έκανε γρήγορα όχι μόνο το γύρο των λογοτεχνικών καφενείων αλλά ολόκληρης της Αθήνας που έμαθε ότι ο Βιζυηνός τρελάθηκε. Ο Μαλακάσης είδε εκείνο το απόγευμα το αμάξι με το Βιζυηνό να έρχεται από την Πατησίων, αυτός να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια στην μέση των μπροστινών καθισμάτων και να κοιτάζει με μάτια περίλυπα ένα σωρό από τριαντάφυλλα και άλλα λουλούδια, που ήταν τοποθετημένα, έτσι χύμα πάνω στα πίσω καθίσματα. Ο Βιζυηνός φορούσε ένα πλατύγυρο μαλακό καπέλο χρώματος μαύρου, ένα μαύρο επίσης φιόγκο δεμένο στο λαιμό του, μαύρα ρούχα και κατάλευκο πουκάμισο.

Το περιστατικό αυτό μαθεύτηκε και όλοι κούνησαν το κεφάλι τους, γιατί έβλεπαν ότι δεν υπήρχε πια γιατρειά. Ο Βιζυηνός είχε χάσει το μυαλό του. Αυτό ήταν το συμπέρασμα όλων των φίλων του, όταν έμαθαν ότι το προηγούμενο βράδυ ο Βιζυηνός είχε πάει στα γραφεία της εφημερίδας «Η Εφημερίς» για να βρει τον Παλαμά που εργαζόταν εκεί. Τον συντρόφευαν δύο ακόμα φίλοι του. Μόλις αντίκρισε τον Παλαμά, του ζήτησε να του δώσει ένα κομμάτι χαρτί κι όταν ο Παλαμάς του το έδωσε, αυτός σημείωμε με την πένα του έτσι βιαστικά μια φράση που με δυσκολία διαβαζόταν: «Σήμερον την εσπέραν τελούνται οι γάμοι του μεγάλου ποιητού Βιζυηνού μετά της…». Δεν είχε τελειώσει τη φράση. Δε είχε γράψει τ’ όνομα της γυηναίκας με την οποία παντρευόταν στη φαντασία του. Μα αυτή δεν ήταν άλλη από τη Μπετίνα, που λάτρευε και είχε ζητήσει από τους γονείς της για να κάνει ένα γάμο που θα έμενε στα χρονικά της Αθήνας. Ο πατέρας της κοπέλας, ο ΦραΒασίλης, όταν έμαθε ότι ο Βιζυηνός δεν είναι καλά, πήγε και βρήκε τον διεθυντή του Ωδείου Αθηνών όπου δίδασκε ο Βιζυηνός δραματολογία και ρυθμική και του περιέγραψε τα όσα είχαν συμβεί. Ο Νάζος τον καθησύχασε και τους είπε ότι θα φροντίσει για τον Βιζυηνό τον οποίο, όπως τόνισε, εκτιμά βαθύτατα».

(Γιάννης Καιροφύλας, «Αυτοί οι ωραίοι τρελοί»)

Μαρία Φαφαλιού

Ιερά Οδός 343

Μαρτυρίες από το Δρομοκαΐτειο

Εκδ. Αλεξάνδρεια 2018, σελ. 464

Τιμή: 21 ευρώ