Ας ανακεφαλαιώσουμε λοιπόν αυτά που έχουμε μάθει. Τη μοιραία ημέρα ο Ζακ Κωστόπουλος ΔΕΝ βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών. Ο σκοπός του ΔΕΝ ήταν η ληστεία, οι σχετικές «πληροφορίες» που διακινήθηκαν στην αρχή αποδείχθηκαν fake news. Επίσης ΔΕΝ ήταν ένοπλος: το μαχαίρι που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος δεν φέρει τα δακτυλικά του αποτυπώματα, κάποιος το πέταξε εκεί για να τον ενοχοποιήσει.

Εγκλήματος; Ε, βέβαια. Πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί ο θάνατος ενός ανθρώπου από ισχαιμικό επεισόδιο που, όπως αναφέρει το ιατροδικαστικό πόρισμα, προκλήθηκε από πολλαπλά τραύματα; Εγκλημα. Δολοφονία, δηλαδή φόνος όχι εξ αμελείας αλλά από δόλο. Και είναι βέβαιο ότι μετά τη δημοσιοποίηση αυτού του πορίσματος οι δολοφόνοι θα δικαστούν με την κατηγορία που αρμόζει στην πράξη τους.

Αλλά αυτό δεν αρκεί. Διότι το κεντρικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί αν θέλουμε να προλάβουμε τα χειρότερα, ή μάλλον τα ακόμη χειρότερα, είναι γιατί κάποιοι συμπολίτες μας που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν «φυσιολογικοί» και υπεράνω υποψίας, κάποιοι γείτονές μας δηλαδή, φτάνουν να εξαπολύσουν δολοφονική επίθεση εναντίον ενός αδύναμου, άοπλου και τρομοκρατημένου ανθρώπου, υπό τα αδιάφορα, αν όχι ενθαρρυντικά βλέμματα των παρισταμένων – ενός εξαιρουμένου. Προηγούμενα δεν υπήρχαν. Νόμιμη άμυνα δεν ήταν. Τότε γιατί;

Κάποιες εξηγήσεις που έχουν να κάνουν με την εγκληματικότητα, την έλλειψη αστυνόμευσης, την εγκατάλειψη του κέντρου και, κατά συνέπεια, το δικαίωμα στην αυτοδικία, δεν μπορούν να σταθούν. Εδώ μιλάμε για λιντσάρισμα. Ενας ανυπεράσπιστος, ευάλωτος και εμφανώς «διαφορετικός» άνθρωπος που βρίσκεται τη λάθος στιγμή στον λάθος τόπο αποτελεί εύκολο στόχο. Οι δήμιοί του δεν θέλουν να προστατευθούν, δεν θέλουν να αποτρέψουν, δεν θέλουν καν να τιμωρήσουν. Εκτονώνουν απλώς τα πιο βίαια, τα πιο πρωτόγονα, τα πιο σαδιστικά ένστικτά τους, βέβαιοι ότι δεν θα υποστούν καμιά συνέπεια επειδή θα μπορούν πάντα να επικαλεστούν μια δικαιολογία. Κι επειδή η Δικαιοσύνη, η Αστυνομία, τα μίντια, είναι συνήθως με το μέρος των πολλών, όχι του ενός.

Δεν έχουν καταρχήν άδικο. Ακόμη κι ένας περαστικός όμως που θα αντιδράσει, ένας πολιτικός που θα ευαισθητοποιηθεί, ένας δημοσιογράφος που θα φωνάξει, μπορεί να κάνει τη διαφορά.

Θα μπορούσε λοιπόν ανάμεσα στους δολοφόνους να είναι φίλοι μας, συγγενείς μας, ακόμη κι εμείς οι ίδιοι; Οχι αναγκαστικά, όχι μοιραία. Δεν είμαστε όλοι όμοιοι, δεν μας απειλεί όλους το ίδιο η «κοινοτοπία του κακού». Οι δυνάμει δολοφόνοι, όμως, είναι χωρίς αμφιβολία περισσότεροι από τους δηλωμένους ρατσιστές, τους υπερήφανους ομοφοβικούς ή τους οπαδούς της Χρυσής Αυγής. Για να περιοριστεί λοιπόν ο κίνδυνος να χάσουν κι άλλοι Ζακ αύριο τη ζωή τους, το ίδιο άδικα και το ίδιο άνανδρα, χρειάζεται επαγρύπνηση, χρειάζεται ευαισθητοποίηση, όπως χρειάζεται και διαπαιδαγώγηση.

Και να θυμόμαστε: η αδιαφορία είναι συνενοχή.