Είναι μία από τις πλουσιότερες – με περίπου 1.000 γλυπτά – αλλά και άγνωστες στο ευρύ κοινό γλυπτοθήκες στην Ελλάδα. Στα 225 στρέμματά της, πριν από 180 χρόνια, οπότε και ξεκίνησε η δημιουργία της, έκανε τα πρώτα της βήματα η νεοελληνική γλυπτική. Ποια είναι όμως τα πρότυπα που είχε και πώς αυτά μπορεί να τα διακρίνει ο επισκέπτης του Α’ Νεκροταφείου; Τις απαντήσεις έδωσε χθες ο ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Στέλιος Λυδάκης, σε διάλεξή του στο Ιδρυμα Παναγιώτη και Εφης Μιχελή, με αφορμή την επανέκδοση του δίγλωσσου τόμου «Μια πολύτιμη γλυπτοθήκη. Το Α’ Νεκροταφείο». «Το Α’ Νεκροταφείο συνδέεται στενά και άμεσα με τη δημιουργία της νέας πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους. Αναπτύσσεται παράλληλα με αυτήν και μεταβάλλεται σε καθρέφτη των κοσμοθεωριών που την εμψύχωναν» επισήμανε στην ομιλία του.

«Η Ελλάδα στα πρώτα της βήματα μετά την απελευθέρωση θέλησε να αποκοπεί από την Ανατολή και να ενταχθεί στον ευρωπαϊκό χώρο. Για να το καταφέρει αυτό στράφηκε στα πρότυπα των καλλιτεχνών της Δύσης, οι οποίοι είχαν αντιγράψει, μεταλλάξει ή χρησιμοποιήσει ως αφορμές τα αρχαιοελληνικά. Σύντομα όμως οι καλλιτέχνες σταμάτησαν πλέον να αναζητούν αναφορές στη Δύση, καθώς άρχισαν οι ανασκαφές στον Κεραμεικό και αναδύθηκαν από το χώμα τα ταφικά μνημεία της αρχαιότητας. Εχοντας δίπλα τους τα αυθεντικά επιτύμβια, πλέον δεν χρειαζόταν να αντιγράφουν τις δημιουργίες του κλασικισμού» εξήγησε ο Στέλιος Λυδάκης.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, όπως τόνισε ο καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης, ότι ευρωπαίοι κλασικιστές όπως ο Αντόνιο Κανόβα και ο Μπέρτελ Θόρβαλντσεν αποτέλεσαν το υπόδειγμα για νέους έλληνες δημιουργούς, όπως οι Κερκυραίοι Παύλος Προσαλέντης και Δημήτριος Τριβόλης – Πιέρης.

«Η παρουσία σημαντικότατων γλυπτών στο Α’ Νεκροταφείο, όπως μεταξύ άλλων των Λάζαρου και Γεώργιου Φυτάλη, Γεώργιου Βρούτου, Γιαννούλη Χαλεπά, Δημήτρη Φιλιππότη, σχετίζεται με τις αντιλήψεις που ισχύουν στην κλασικιστική Ευρώπη για το επέκεινα. Το ταφικό μνημείο άλλωστε, όπως και στην αρχαιότητα, δεν είναι μόνο μια τιμητική εκδήλωση για τον νεκρό, αλλά και κατοχύρωση και προβολή της κοινωνικής θέσης των επιζώντων» εξήγησε χωρίς να παραλείψει να δώσει συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως ότι την πατρότητα του «Πενθούντος πνεύματος» που οδύρεται στην ταφόπλακα και συναντάται στο Α’ Νεκροταφείο οφείλεται στον γάλλο γλύπτη Ζαν Αντουάν Χουντόν, και να επισημάνει πως στις χαρακτηριστικές ανθεμωτές επιτύμβιες στήλες ως πρότυπο δεν είχαν λειτουργήσει μόνο οι αρχαιοελληνικές με το ανθέμιο που έχει ελεύθερα φύλλα αλλά και το πιο αυστηρά πλαισιωμένο των Ετρούσκων. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι οι γλύπτες δεν βασίστηκαν μόνο σε επιτύμβια μνημεία για να κοσμήσουν τα μνήματα του 19ου αι., αλλά και σε άλλου τύπου αρχιτεκτονήματα της αρχαιότητας, όπως είναι το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη, ενώ από το ρεπερτόριό τους δεν απουσιάζουν οι επιρροές από τις μαρμάρινες λάρνακες και τις μνημειακών διαστάσεων τεφροδόχους.

Η «ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ» ΤΟΥ ΧΑΛΕΠΑ. Οσο για τη διασημότερη ίσως κάτοικο του Α’ Νεκροταφείου, την «Κοιμωμένη» του Γιαννούλη Χαλεπά; «Τον τύπο της γυναικείας μορφής που είναι ξαπλωμένη σε ανάκλιντρο πάνω σε τάφο τον γνωρίζουμε από την Ετρουρία του 6ου και 5ου αι. π.Χ. και από την ελληνιστική περίοδο» είπε ο Στέλιος Λυδάκης, τονίζοντας ωστόσο ότι το συγκεκριμένο έργο «εξαρτάται από πολλά πρότυπα και αποτελεί το μεγαλοφυές καταστάλαγμα των δυνατοτήτων του δημιουργού του».