Είναι η υπερβολή της πένας που γεννιέται από τη μεγάλη επιτυχία.

Η προσπάθεια επεξήγησης του γεγονότος συνδέοντας με δημοσιογραφική οξυγονοκόλληση πληροφορίες διαφορετικού κράματος προσποιούμενοι πως έχουν άμεση σχέση μεταξύ τους.

Το 2013 το γερμανικό ποδόσφαιρο ζούσε ανεπανάληπτες στιγμές. Δύο εκπρόσωποί του, η Μπάγερν και η Ντόρτμουντ, διεκδικούσαν το Ιερό Δισκοπότηρο, το Τσάμπιονς Λιγκ. Τα άρθρα στον «Guardian», το BBC, στη «Marca» και την «Gazzetta dello Sport» αποκάλυπταν τα μυστικά της επιτυχίας αναλύοντας ταυτόχρονα το νέο μοντέλο ποδοσφαιρικής ανάπτυξης που επέβαλαν οι Γερμανοί.

Λίγους μήνες αργότερα η Εθνική Γερμανίας κατέπλησσε τον κόσμο στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας, πρώτα υποχρεώνοντας τη Σελεσάο στην πιο βαριά ήττα της με 7-1 και στη συνέχεια κατακτώντας το τέταρτο αστέρι της.

Από τότε κύλησαν τέσσερα χρόνια. Δεν τα λες και πολλά.

Το γερμανικό μοντέλο δεν άλλαξε. Ισως μάλιστα να βελτιώθηκε σε κάποια σημεία του. Αυτό που άλλαξε είναι τα αποτελέσματα. Η Μάνσαφτ δυσκολεύεται να νικήσει, στο Μουντιάλ της Ρωσίας αποκλείστηκε για πρώτη φορά στη φάση των ομίλων και τώρα υποβιβάζεται στη Β’ κατηγορία στο νεοσύστατο Nations League. Οι οξυγονοκολλήσεις θα μπουν ξανά μπροστά για να ενώσουν γεγονότα άσχετα μεταξύ τους και να εξηγήσουν αυτή τη φορά τη μεγάλη αποτυχία.

Στο ποδόσφαιρο το υπέδαφος της ιστορικής μνήμης είναι ρηχό και κανένα ποδοσφαιρικό μοντέλο δεν μπορεί να εξασφαλίσει συνεχείς επιτυχίες. Αυτό που μπορεί ωστόσο να κατοχυρώσει είναι η ταχεία ανάρρωση από την πτώση. Αυτό που κατάφεραν οι Ολλανδοί κι αυτό που δεν μπορούν να πετύχουν οι Ελληνες. Το ποδοσφαιρικό υπόβαθρο, το μοντέλο ανάπτυξης και η κατοχή της γνώσης επιτρέπουν την ταχύτερη αναδιοργάνωση και επανάκαμψη στις επιτυχίες.

Είναι βέβαιο πως οι Γερμανοί θα επανέλθουν. Οπως βέβαιο είναι πως δύσκολα θα σταθούν ξανά οι Ελληνες στα πόδια τους. Γιατί η επιτυχία του 2004 ήταν συγκυριακή. Δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου μοντέλου, μιας οργανωμένης προσπάθειας, μιας ποδοσφαιρικής συνθήκης, αλλά μιας συνωμοσίας ούριων ανέμων που συμβαίνει μια φορά στα 100 χρόνια.