Το ελληνικό έθνος αναδύθηκε από τα ερέβη της Ιστορίας και κατόρθωσε να συγκροτηθεί μετά την Επανάσταση του 1821 σε ελεύθερο και αυτόνομο κράτος. Με πολλούς αγώνες και με κατάλληλες και επιδέξιες συμμαχίες η Ελλάδα πολλαπλασίασε τα εδάφη της και μέχρι τα μέσα περίπου του προηγούμενου αιώνα συμπεριέλαβε στα εθνικά όρια τους περισσότερους ελληνικούς πληθυσμούς της ευρύτερης περιοχής. Βέβαια στη διαχρονία της Ιστορίας του ελληνικού κράτους υπήρξαν ατυχίες, λανθασμένες επιλογές, εσωτερικές συγκρούσεις, ήττες και τραγωδίες ακόμα, με αποκορύφωμα τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τελικά όμως έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, του πλέον αναπτυγμένου πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά χώρου του κόσμου και μάλιστα του σκληρού της πυρήνα. Εγινε επίσης μέλος της μεγαλύτερης στρατιωτικής συμμαχίας, του ΝΑΤΟ. Παρά δε τα τρομακτικά πολλαπλά αποτελέσματα της τρέχουσας βαθιάς κρίσης, η Ελλάδα ανήκει ακόμα στις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου.

Ενα όμως από τα επακόλουθα αποτελέσματα της τρέχουσας κρίσης ήταν και είναι η εθνική ανασφάλεια. Η κατάσταση αυτή βέβαια επιτείνεται και από την αναταραχή διαρκείας που διακρίνει την περιοχή της Μεσογείου, τις ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές, τις πολιτικές και ιδεολογικές ανακατατάξεις και την άνοδο των λαϊκιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Σε ένα τέτοιο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον ήταν εύκολο να αφυπνισθούν και να προσλάβουν και πολιτικά χαρακτηριστικά οι αντιδραστικές εθνικιστικές ιδεολογίες, που ενυπήρχαν πάντα στον εγχώριο κοινωνικό σχηματισμό σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, αλλά είχαν τεθεί στο περιθώριο τη μεταπολιτευτική περίοδο. Βέβαια τέτοια αντιδραστικά ιδεολογήματα ήταν πάντα εγκατεστημένα στην κυρίαρχη εθνική αφήγηση. Ετσι, παρόλο που το ελληνικό κράτος ήταν από τα πλέον ομοιογενή εθνοτικά και γλωσσικά στην Ευρώπη και η εθνοποιητική διαδικασία είχε τελειώσει, με τους όποιους τρόπους, με απόλυτη επιτυχία, ήταν και είναι διάχυτες καταστάσεις και αντιλήψεις, όπως το αίσθημα του ανολοκλήρωτου, η πικρία για τα «εθνικά δίκαια» που δεν αναγνωρίζονται, η θυματοποίηση της χώρας, ο φόβος απέναντι στους γείτονες, η άρνηση κατανόησης των ιστορικών αφηγήσεων των λαών της περιοχής και άλλα πολλά.

Το μακεδονικό ζήτημα, για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ήταν η αφορμή της επανεμφάνισης του εγχώριου εθνικισμού. Τώρα και πάλι το ίδιο ζήτημα, με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών και παρά την αποτυχία τής μέχρι τώρα στρατηγικής, ενεργοποίησε το εθνικιστικό απόθεμα και μάλιστα του προσέδωσε βαρύνοντα ρόλο στις τρέχουσες πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις. Πρόσφατα δε, η τραγική δολοφονία του ομογενούς Κωνσταντίνου Κατσίφα στο μειονοτικό χωριό Βουλιαράτες στην Αλβανία έδωσε την ευκαιρία σε όλο το πολιτικό και μιντιακό πλέγμα, αλλά και στη λαϊκή βάση του εγχώριου εθνικισμού να επιβεβαιώσουν την ισχυρή τους πολιτική και ιδεολογική δύναμη. Ακραίο παράδειγμα της δύναμης αυτής είναι η τήρηση ενός λεπτού σιγής στη Βουλή για τον άτυχο νέο, αδιαφορώντας για τα μηνύματα που εκπέμπονται στον γειτονικό και διεθνή περίγυρο. Δυστυχώς άμεσα συνυπεύθυνο για την αναζωπύρωση του εθνικισμού στη χώρα είναι το πολιτικό προσωπικό, στην τωρινή φάση κυρίως το συντηρητικό, το οποίο όχι μόνο δεν λέει την αλήθεια για αυτά τα ζητήματα, φοβούμενο το πολιτικό κόστος, αλλά και πλειοδοτεί σε καταγγελίες και χαρακτηρισμούς. Εν πάση περιπτώσει, η κυριολεκτικά τραγική πολιτική της κυβέρνησης δεν νομιμοποιεί τα πάντα!

Ο Κώστας Καρακώτιας είναι νομικός – κριτικός βιβλίου