Το τέκνο της κρίσης δεν είναι ακριβώς ο φτωχός, αλλά ο ευερέθιστος. Δεν είναι αυτός που του λείπει το αγαθό και η καταναλωτική δράση, αλλά αυτός που εννοεί την έλλειψη ως μορφή αναπηρίας. Ο ασυμφιλίωτος με την φτώχεια (του), αναπτύσσει ένα μείγμα απόλυτης δυσπιστίας, και συγχρόνως, ευπιστίας. Θεωρεί ότι το σύστημα τον δουλεύει, ότι συνεχώς του λέει ψέματα, ότι του κρύβει πράγματα, ότι εννοεί κάτι άλλο απ’ αυτό που του λέει. Θεωρεί ότι πίσω από κάθε πράξη του συστήματος κρύβεται κάποιος Σόρος, ενώ, εξ αντιδιαστολής, είναι έτοιμος να πιστέψει κάθε κ. Σώρρα. Ο κ. Σώρρας τού αποκαλύπτει αυτό που οι άλλοι του κρύβουν. Ο κ. Τσάκας με τη μαγική λύση του Αραβα «πετρελαιά», του δείχνει την οδό για να ξαναγίνει «η ομάδα κυρίαρχη». Δηλαδή κι ο ίδιος να βρει την απωλεσθείσα καφενειακή του αξιοπρέπεια.

Σιγά σιγά ο πολίτης αρχίζει να ελέγχει την αφελή πονηριά του. Αρχίζει να μεταχειρίζεται την εύπιστη καχυποψία του. Μπορεί να τσιμπολογάει κι απ’ τις δύο. Και από την καχυποψία και από την αφέλεια. Το τέκνο της κρίσης έχει χαρακτήρα σαλταδόρου ανάμεσα στις ψυχικές και διανοητικές καταστάσεις, ανάμεσα στην οξυδέρκεια και την τσιμεντένια βλακεία. Χειριστής εν τέλει αυτής την διχοτόμησης, αυτής της ιδιότυπης σχιζοφρένειας, διαβάζει και ταΐζει τις ιστοσελίδες της μαγγανείας, τα μπλογκ και εφημερίδες αποκρυφισμού. Προφητείες μαζί με αλοιφές που εξαφανίζουν δερματικά ελαττώματα. «Βρείτε τα με το σώμα σας και την αστείρευτη δύναμη». Μια κατακράτηση νιότης, μόνο με 2 ευρώ τη μέρα. Η τέλεια ευπιστία.

«Αλλοδαπός μπήκε στο κατάστημα και κάτι έλεγε σε μια ακατάληπτη γλώσσα δείχνοντας το κατσαβίδι. Εβαλε τις φωνές ο καταστηματάρχης και αυτός το ‘σκασε». «Πού πάμε, εγκλήματα παντού». «Να πάρουμε τον νόμο στα χέρια μας» λέει το άλλο φέισ-μπουμπούκι. Περιστατικά χωρίς δράμα που δραματοποιούνται και κυρίως αγοράζονται. Στον Μεσαίωνα ο όχλος έκαιγε τις μάγισσες. Οσες χρίζονταν ως μάγισσες. Στον νέο Μεσαίωνα μπορεί ο ίδιος να είναι και η μάγισσα και ο κατακαίων. Το τέκνο της κρίσης τώρα πλέον έχει μορφοποιήσει τα χαρακτηριστικά του. Δεν είναι ο πρωτοφασίστας, ο μελανοχίτωνας, αλλά το τέκνο της (μικροαστικής) οργής. Πολίτης μιας απόλυτης ενδοτικότητας, ακαμψίας και αστοχασιάς. Πολλοί αριστεροί ξεμπερδεύουν μαζί του με το να τον λένε «φασίστα». Θεωρούν ότι χρησιμοποιώντας τον όρο τον παγιδεύουν, τον περισφίγγουν στο εσωτερικό της ιστορικά αρνητικής σημασίας. Ο όρος όμως είναι αποσημασιοδοτημένος, αφού ο ίδιος δεν θεωρεί τον εαυτό του φασίστα. Δεν τον αφορά ο όρος και οι σημάνσεις. Ούτε το ιστορικό φορτίο. Ο ίδιος δεν είναι φορέας καμίας ιστορικότητας. Είναι φορέας ενός στόρι, όχι φορέας ιστορικού βάρους. Δεν αισθάνεται μέτοχος της συλλογικής ιστορίας, αλλά μιας διηγηματικής κατασκευής. Το συλλαμβάνει αυτό ο τηλεοπτικός πωλητής, πουλάει τις νάρκες γνώσης, τις προφητείες, τους δαιμόνους, τους βελζεβούληδες, τα φυλαχτά. Τον ανακαλύπτει ο πολιτικός λαϊκιστής και του διαθέτει άπλετη εκδίκηση και αντι-σύστημα, διαβόλους και φυλαχτά επίσης.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου