Το πρώτο που κάνει εντύπωση στην οργανωμένη προσπάθεια αμαύρωσης του προσώπου και της πολιτικής προσφοράς του Κώστα Σημίτη είναι ο κυνισμός των εμπνευστών της. Ο χρονισμός (προσπάθεια συσχέτισης με την εντελώς άσχετη «υπόθεση Παπαντωνίου»), η μεθόδευση (νομιμοφανής αλλά με σοβαρές υπόνοιες «παραγγελίας» από μη νομικούς κύκλους), τα εμπλεκόμενα πρόσωπα (όχι μόνο ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, αλλά και στενοί συγγενείς, απλοί συνεργάτες και απλοί μεσάζοντες), ο στόχος (να δημιουργείται θόρυβος, αμφιβολίες και τελικά λάσπη για πολιτικούς αντιπάλους ή πολιτικώς ενοχλούντες), όλα μα όλα όζουν του ήθους και της τακτικής στα οποία μας έχει συνηθίσει η παρούσα ομάδα εξουσίας: προσωπικές επιθέσεις, δημιουργία εντυπώσεων και σύγχυσης, κύλισμα προσώπων και ιστορικών διαδρομών στον βούρκο του «και οι άλλοι τα ίδια έκαναν».

Ομως, στην περίπτωση του συγκεκριμένου προσώπου, ενός πρωθυπουργού που κυβέρνησε, δεν «αφηγήθηκε», και που άφησε στίγμα με το έργο και όχι με την υπονόμευση όσων διαφωνούσαν μαζί του, η επιχείρηση αμαύρωσης είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα γυρίσει μπούμερανγκ. Η αντιδιαστολή είναι ασήκωτη για τους σημερινούς κυβερνήτες: το χτύπημα κατά ενός πολιτικού που τίμησε τη λαϊκή εντολή και αποσύρθηκε χωρίς να προκαλέσει, ούτε να παρακαλέσει για το παραμικρό, φέρνει στην επιφάνεια και το δικό του ήθος και το ήθος αυτών που τον χτυπούν. Η δε σύγκριση γίνεται ακόμα πιο καταλυτική λόγω του ότι η στιγμή που επελέγη για την επίθεση συμπίπτει με δύο μεγάλα πολιτικά γεγονότα, τα οποία η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει ως επιτυχίες της, αλλά η αντιπαραβολή με την «εποχή Σημίτη» αποκαλύπτει ότι μόνο αυτό δεν ήταν. Αναφέρομαι στη δήθεν «σοσιαλδημοκρατική στροφή» του Πρωθυπουργού και του κόμματός του και στην αναγκαστικά, αλλά υποκριτικά από πλευράς κυβέρνησης, συναινετική αναθεώρηση.

Πόσο σοσιαλδημοκράτες ή, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, πόσο δημοκράτες μπορούν να θεωρούνται αυτοί που δεν διστάζουν να θυσιάσουν στον βωμό μικροκομματικών σκοπιμοτήτων τον κατεξοχήν ενσαρκωτή της σοσιαλδημοκρατικής στροφής των ελλήνων σοσιαλιστών και του φιλευρωπαϊκού αναπροσανατολισμού ολόκληρης της χώρας; Και πόσο «συναινετική» μπορεί να είναι μια κορυφαία πολιτική διαδικασία, όπως η αναθεώρηση, όταν η εκκίνησή της συμπίπτει, ασφαλώς όχι τυχαία, με την προσπάθεια διαπόμπευσης ενός πολιτικού που και ως πρωθυπουργός και ως πολίτης πάντα αναζητούσε τη συνεννόηση και την ουσία; Θέλω να ελπίζω πως η απάντηση που θα δώσει η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας στα δύο αυτά ερωτήματα θα είναι με το μέρος της ιστορικής αλήθειας και όχι της κυβερνητικής προπαγάνδας.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος