Φωτογραφία τραβηγμένη το 1953 ή το 1954, στη Χώρα της Τήνου, στο λιμάνι. Στον καφενέ του Μαραγκού, δίπλα από τον καφενέ του Νατάλε (υπάρχει ακόμα με άλλο όνομα), που ήταν το πραγματικό στέκι των τριών κυρίων στο μπροστινό τραπέζι. Από αριστερά, με το λευκό κοστούμι και το γυαλί ηλίου, ο δικηγόρος κύριος Γιάννης Λέκκας. Στη μέση ένας άλλος δικηγόρος, εξ Αιγύπτου, που είχε έρθει να εγκατασταθεί στην Τήνο με την οικογένειά του μετά τους διωγμούς των Ελλήνων από τον Νάσερ. Δεν θυμάμαι το όνομά του, αλλά θυμάμαι πού έμενε. Δίπλα του ο θείος μου ο Γιάγκος ο Μηλιός, κηροπλάστης και μαραγκός, εκ Τριαντάρου. Στο ισόγειο του σπιτιού όπου μεγάλωσε ήταν το τσαγκαράδικο του θείου Μάρκου του Μηλιού, αλλά σήμερα είναι το Κουτούκι της Ελένης, από τα πιο νόστιμα φαγητά στο νησί.

Είναι άνοιξη. Είναι απόγευμα Κυριακής μάλλον, αλλιώς δεν εξηγείται γιατί να φοράνε τα καλά τους. Πίνουν τον καφέ τους και εικάζω ότι μιλάνε κουβέντες του καφενέ – πώς πάνε οι δουλειές, ο κόσμος που πάει κι έρχεται, η πολιτική κατάσταση, η ντόπια και η αθηναϊκή, πότε θα βγει σε δημοπρασία το κερί της Παναγίας. Τέτοια. Τη φωτογραφία κατά πάσα πιθανότητα την τράβηξε η Αννα η Ρούσσου η φωτογράφαινα, που είχε έρθει από απέναντι, από τη Σύρο, με τον γιο της τον Γιώργο, και άνοιξε το πρώτο επαγγελματικό φωτογραφείο στο νησί, ενώ ήξερε και την τέχνη του ρετουσαρίσματος.

Η Τήνος τότε δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα. Υπήρχε το εργοστάσιο, το Ηλεκτρικό όπως το λέγαμε, του Καρδίτση απέναντι από το πρώτο δημοτικό σχολείο, εκεί που είναι τώρα το Αρχαιολογικό Μουσείο. Παρήγε ρεύμα μόνο από τη δύση του ηλίου έως τα μεσάνυχτα. Για να υπάρχει φωτισμός στη Χώρα, μόνο στη Χώρα και όχι στα χωριά. Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν ηλεκτρικές συσκευές τότε, παρά μόνο ραδιόφωνα κι αυτά μετρημένα. Τα ξύλινα ψυγεία λειτουργούσαν μοναχά το καλοκαίρι με παγοκολόνες. Από αυτοκίνητα εκείνη την εποχή η Τήνος είχε ένα φορτηγό, που με ελαφρές τροποποιήσεις (τοποθετούσαν μαδέρια στα πλάγια για να κάθονται οι επιβάτες) γινόταν και «λεωφορείο», του Τζουάνε, και δύο πρώην στρατιωτικά οχήματα που είχαν μετατραπεί σε «κούρσες», του Σαμούχου και του Παπαδάκη. Μάλιστα, επειδή ήταν πολύ γερά τα είχαν βαφτίσει Ταρζάν. Αλλά δεν υπήρχαν και αμαξιτοί δρόμοι για τα χωριά, αφού όλες οι μεταφορές, ανθρώπων και αγαθών, γίνονταν με μουλάρια και γαϊδούρια. Οπότε ποιος ο λόγος για περισσότερα αυτοκίνητα; (Προχθές που πήγα στην Τήνο, είδα παρκαρισμένα στο λιμάνι αμέτρητα SUV. Ρώτησα κάποιον φίλο να μου πει αν τα πανάκριβα αυτά αυτοκίνητα ανήκουν σε Τηνιακούς και μου είπε «Σχεδόν οι μισοί Τηνιακοί έχουν SUV και οι υπόλοιποι έχουν απλώς αυτοκίνητα».)

Εν αντιθέσει με σήμερα, υπήρχε φτώχεια τότε στην Τήνο, όπως υπήρχε σε όλη σχεδόν την ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ’50, αλλά ο κόσμος περνούσε καλά. Δεν φαινόταν να μας λείπει τίποτε. Κρέας μια φορά την εβδομάδα, πολύ όσπριο, πολύ ψάρι που αφθονούσε. Δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του το θηρίο του καταναλωτισμού. Τέσσερα μπακάλικα υπήρχαν όλα κι όλα, του Ζανάκη, του Πρελορέντζου, του Αλικάρη και του Πλακωτάκη. Ολα με τη σέσουλα ή με την οκά. Δυο δραχμές κεχρί για την καρδερίνα, πέντε κομμάτια λακέρδα, λάδι απ’ το βαρέλι, μισή οκά αλεύρι, δέκα φέτες σαλάμι, δέκα σαρδέλες παστές, εκατό δράμια κασέρι. Φούρνοι τρεις-τέσσερις, μανάβικα τέσσερα-πέντε, εμπορικά δύο, ραφτάδικα τρία. Και ο Πρίντεζης που επισκεύαζε ραδιόφωνα. Και ένα και μοναδικό βενζινάδικο. Και καμία τράπεζα. Και τρεις ενορίες. Με τρεις αξιοσέβαστους ιερείς, τον παπα-Φραντζέσκο, τον παπα-Μαυρομαρά και τον παπα-Στέλιο. Μιλάμε πάντα μόνο για τη Χώρα.

Εκτός από τους τρεις αξιότιμους κυρίους της φωτογραφίας, υπήρχαν και πολλοί άλλοι που άφησαν με τον τρόπο τους το στίγμα τους στην τοπική κοινωνία εκείνη την εποχή και που εμείς, η πιτσιρικαρία, τους κοιτάζαμε με δέος, όπως ο μπαρμπα-Μάρκος ο Λεονάρδος, τσαγκάρης, ευλαβής και θεοφοβούμενος, ο κυρ Μανώλης ο Σελέντης, με το εμπορικό στον παλιό δρόμο της Παναγίας, ο μπαρμπα-Αλέκος ο περιπτεράς, ο επονομαζόμενος και Πάτριας, καθότι ανάπηρος πολέμου, ο κυρ Νίκος ο Σκαβάκης, κουρέας αλλά και αριστερός ψάλτης στον Ταξιάρχη, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Βασιλάκης ο Τριμπόνας, με μαγαζί όπου έβρισκες τα πάντα εκτός από τρόφιμα, ο μπαρμπα-Αντρέας ο Κλαπάκης και ο κυρ Ιωσήφ ο Τσίγκος, μανάβηδες απέναντι ο ένας από τον άλλον, ο μπαρμπα-Χρήστος ο μπακαλιαράκιας (επειδή πουλούσε μπακαλιαράκι τηγανητό με μια φέτα ψωμί έναντι μιας δραχμής), ο κυρ Θεμιστοκλής ο ναυτικός πράκτορας, ο μπαρμπα-Σωκράτης με το ψιλικατζίδικο στον παλιό δρόμο, ο μπαρμπα-Λεωνίδας ο φούρναρης, ο μπαρμπα-Πέτρος ο ζαχαροπλάστης, ο μπαρμπα-Γιώργος ο Βουρκάκης, κάτω απ’ το σπίτι μας, που πουλούσε τσιγάρα και σοκολάτες, ο κυρ Νίκος ο Βερδάρης, μια ζωή άσθμα, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Κανακάρης, άνθρωπος για όλα τα θελήματα του λιμανιού, ο κυρ Δημήτρης ο Κολιός με τα υφάσματα, ο κυρ Αντρέας ο Κάγκας ο ράφτης, ο κυρ Φραγκίσκος ο Βιδάλης, χρώματα, εργαλεία, σιδηρικά.

Και μερικοί πριν. Και μερικοί μετά. Της Χώρας Τήνου μερικοί κάτοικοι. Ανθρωποι ευλογημένοι. Χωραΐτες. Βιοπαλαιστές της ανθρώπινης συνθήκης. Χαρακτήρες υπό εξαφάνιση. Τύποι χωρίς μόρφωση αλλά με γνώση των πραγμάτων και με πίστη σε ό,τι έκαναν. Που ερμήνευαν τη ζωή με τη σοφία της απλότητας. Τότε που υπήρχε καθαρότητα στις σχέσεις των ανθρώπων. Εν αντιθέσει με σήμερα…