Η Θεσσαλονίκη του Σαββατοκύριακου θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια τεράστια σκηνή όπου αναπαραστάθηκε η εθνική μας κωμικοτραγωδία. Γεγονότα και συμβάντα, πρόσωπα και φιγούρες, κατασταλτικοί μηχανισμοί και διαδηλωτές, πολλαπλοί και διάφοροι πολιτικοί διαχωρισμοί, σχεδιάστηκαν, εγγράφηκαν και χωροθετήθηκαν είτε από τη βούληση διαφόρων και ποικίλων σκηνοθετών, είτε, με τη δική τους δυναμική, κατέκτησαν μια θέση στο ποικιλόμορφο σκηνικό πεδίο της πόλης.

 Πρώτα-πρώτα βέβαια ήταν οι φορείς της πολιτικής, της οικονομικής και εν γένει της κοινωνικής εξουσίας, με προεξάρχοντα φυσικά τον Πρωθυπουργό. Αποκομμένοι από το σώμα της πόλης και απομονωμένοι στο αποστειρωμένο Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο, υπό την ασφυκτική προστασία αναρίθμητων οργάνων και αυτοκινούμενων μέσων της Αστυνομίας, χαριεντίζονταν μεταξύ τους βλέποντας και ακούγοντας τον Πρωθυπουργό να προσπαθεί να μεταμφιέσει την παροχολογική του πλημμύρα σε ένα σχέδιο για την υποτιθέμενη επερχόμενη νέα εποχή. Επιπλέον στον ίδιο χώρο, με μια ακόμα εκδήλωση της πανουργίας της Ιστορίας, ένας πρωθυπουργός και μια κυβέρνηση αριστερής καταγωγής και ρητορικής αποκατέστησαν την κανονικότητα, και μάλιστα υπέρ το δέον, των σχέσεων με τις ΗΠΑ, το κράτος των «άλλοτε φονιάδων των λαών». Το Βελλίδειο δε, σ’ αυτό το σκηνικό, φάνταζε σαν τον σιδερόφρακτο πύργο της εξουσίας και του προσωπικού της, που έπρεπε να μείνει αμόλυντο και απρόσβλητο από τις μάζες.

 Ποιες μάζες όμως; Φέτος οι πρωταγωνιστές, αλλά και το έργο άλλαξαν. Οι συνήθεις αριστεριστές εμφανίστηκαν ελάχιστα. Το ίδιο και οι εξίσου συνήθεις αντιεξουσιαστές στο συνηθισμένο τους έργο της φαντασιακής τους σύγκρουσης με το κράτος. Ο τυπικός δε θεσμικός γραφειοκρατικός συνδικαλισμός δεν αναφέρθηκε ούτε καν ως παρουσία. Φέτος κυριάρχησαν απόλυτα και έδωσαν τον τόνο οι μάζες που διαμαρτύρονταν για τη συμφωνία των Πρεσπών. Το συλλαλητήριο ήταν σαφώς μικρότερο από αυτό του περασμένου Ιανουαρίου, αλλά είχε την ίδια περίπου ανάμεικτη λαϊκή σύνθεση, πολλούς και πάλι ιερωμένους, τα γνωστά χιλιοειπωμένα συνθήματα, αντικυβερνητικά αλλά και πολλά καταγγελτικά εναντίον των πολιτικών γενικά, τις εξωφρενικά κιτς ενδυματολογικές εμφανίσεις ξανά. Ηταν ένα τυπικό βαλκανικό εθνικιστικό συλλαλητήριο. Απέπνεε όμως και μια σχετική μελαγχολία γιατί άνθρωποι, κατά βάση, λαϊκοί και μάλλον χτυπημένοι και ταπεινωμένοι από τις συνθήκες της κρίσης, ξεσπούν και ξιφουλκούν εναντίον μιας υποτιθέμενης παράδοσης εθνικού πολιτισμικού κεφαλαίου, ταυτότητας και εδάφους ακόμα σε έναν φανταστικό εχθρό. Αγονται και φέρονται με ευκολία από κάθε είδους εθνοκάπηλους δημαγωγούς γιατί έτσι εκπαιδεύτηκαν για δεκαετίες από τους ιδεολογικούς κρατικούς και μιντιακούς εγχώριους μηχανισμούς.

Μια επικίνδυνη παρενέργεια δε του συλλαλητηρίου ήταν η ύπαρξη και η αυτονόμηση μιας μειοψηφικής ριζοσπαστικής ακροδεξιάς μερίδας του, η οποία φαίνεται να επιλέγει τη βία στους δρόμους και τη σύγκρουση με τις δυνάμεις του κράτους αλλά και με όποιον διαφέρει ιδεολογικά, εθνοτικά ή πολιτισμικά με αυτούς.

 Μπορεί λοιπόν η προχθεσινή Θεσσαλονίκη και τα όσα διαδραματίστηκαν να ιδωθούν ως μια αναπαράσταση της εθνικής μας κωμικοτραγωδίας. Μπορεί όμως να ιδωθούν και ως προείκασμα μιας μελλοντικής τραγωδίας.

Ο Κώστας Καρακώτιας είναι νομικός, κριτικός βιβλίου