Κατά την προσφιλή ρήση του Jean Baptiste Henri Lacordaire, «ανάμεσα στον ισχυρό και στον αδύνατο, τον πλούσιο και τον φτωχό, τον αφέντη και τον υπηρέτη, είναι η ελευθερία που καταπιέζει και ο νόμος που ελευθερώνει». Η ισότητα όλων έναντι του νόμου και η ισότητα του νόμου έναντι όλων αποτελεί φέρον γνώρισμα του κράτους δικαίου. Οταν οι δικαϊκοί θεσμοί εκτρέπονται από τη βασική τους αποστολή και γίνονται άθυρμα στα χέρια συγκεκριμένων συμφερόντων, η πολιτεία έχει χρέος να τους επανεξετάζει.

Η υφ’ όρον απόλυση του καταδικασθέντος Αριστείδη Φλώρου δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Είναι η τελευταία μιας σειράς πρόσφατων υποθέσεων που εύλογα θορύβησαν τη νομική κοινότητα και την κοινωνία.

Το ισχύον σύστημα ποινικής καταστολής και έκτισης των ποινών στη χώρα μας, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4356/2015, εγείρει μείζονα ζητήματα που δοκιμάζουν την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης αντεγκληματικής πολιτικής:

– Είναι άραγε τελεολογικά και δικαιοπολιτικά δικαιολογημένο καταδικασθέντες για σοβαρά αδικήματα, συμπεριλαμβανομένων σοβαρότατων του «λευκού περιλαιμίου», να μπορούν, εκτίοντας μόνο το 1/5 της ποινής τους και επικαλούμενοι λόγους υγείας, να κυκλοφορούν ελεύθεροι;

– Είναι αδιάφορο μέγεθος η βλάβη που υπέστησαν τα θύματα σοβαρότατων εγκληματικών ενεργειών;

– Επιτυγχάνεται η γενική και ειδική πρόληψη όταν πολλαπλασιάζονται οι περιπτώσεις καταδικασθέντων, και δη οικονομικά ισχυρών, που διαφεύγουν για παντοειδείς λόγους την τιμωρία που η ποινική Δικαιοσύνη επιβάλλει στο όνομα του ελληνικού λαού και ρίχνουν νερό στον μύλο της μελλοντικής παραβατικότητας;

– Δεν θα έπρεπε διαχρονικά όλες οι κυβερνήσεις να έχουν φροντίσει να δημιουργήσουν έναν υγειονομικό σχηματισμό υψηλού επιπέδου περίθαλψης και ασφαλείας για όλους τους κρατουμένους – φυλακισμένους, ώστε να μην παρίσταται ανάγκη καταφυγής στον θεσμό της υφ’ όρον απόλυσης;

– Είναι θεμιτό να περιορίζεται εν τοις πράγμασιν η αρχή της ηθικής απόδειξης και να μην προβλέπεται η δυνατότητα του δικαστικού συμβουλίου να διατάξει ιατρική πραγματογνωμοσύνη όταν προκαλούνται αμφιβολίες για το προσκομιζόμενο πόρισμα του ΚΕΠΑ;

– Είναι δικαιολογημένο οι αποφάσεις των ΚΕΠΑ να παραμένουν στο απυρόβλητο και να μην ελέγχονται, κατά τρόπο συστηματικό, ενδοδιοικητικά;

Η συνταγματική μας δικαιοταξία περιέχει αυστηρή διάκριση μεταξύ της νομοθετικής πρωτοβουλίας που ανήκει στην εκτελεστική εξουσία, της νομοπαραγωγικής λειτουργίας που ανήκει στο Κοινοβούλιο και της εφαρμογής των νόμων που επαφίεται στη δικαστική εξουσία. Ο υπουργός Δικαιοσύνης από τις 24//2015, που ξεκίνησε η ισχύς της επίμαχης διάταξης, μέχρι και σήμερα, παρά τα όποια αρνητικά αποτελέσματα από την εφαρμογή του νόμου, ουδέν έπραξε για να αποτρέψει περιπτώσεις τυχόν καταστρατηγήσεων. Αντί της επιβεβλημένης «διόρθωσης των ημαρτημένων», «νίπτει σήμερα τας χείρας του» διαπορώντας για «τα πολλά και εύλογα ερωτηματικά που δημιουργεί το διατακτικό του βουλεύματος», που διέταξε την υφ’ όρων απόλυση του Αριστείδη Φλώρου. Η επίρριψη, όμως, στους δικαστές ευθυνών που εξόφθαλμα ανήκουν στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία είναι τουλάχιστον ατυχής. Ασφαλώς οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να κρίνονται και οι δικηγόροι το έχουν πράξει τα μάλα αυτό κατά το παρελθόν. Οταν όμως ο νόμος περιορίζει απολύτως την ευχέρεια εκτίμησης των δικαστών, τότε εκείνο που πάσχει είναι η νομοθέτηση και οι νομοθετούντες και όχι η δικαστική κρίση.

Αναφορικά δε με την απόφαση του ΚΕΠΑ, στην οποία στηρίχθηκε το επίμαχο βούλευμα, προκαλεί κατάπληξη ότι μέχρι σήμερα η διοίκηση του ΕΦΚΑ δεν προέβη σε καμία διοικητική ενέργεια, που είχε εκ του νόμου τη δυνατότητα, για τον έλεγχο της ορθότητας της απόφασης – ιατρικής γνωμάτευσης του ΚΕΠΑ. Η όλη αντιμετώπιση του θέματος καθίσταται ακόμη πιο προβληματική τη στιγμή που κορυφαίος υπουργός καταγγέλλει δημόσια ότι αυτή τυγχάνει προϊόν συναλλαγής. Αντί της επικοινωνιακής διαχείρισης και επίρριψης ευθυνών προς κάθε κατεύθυνση, το υπουργείο Δικαιοσύνης πρέπει να προβεί στις επιβεβλημένες νομοθετικές μεταβολές που θα διαφυλάσσουν τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου, θα εξασφαλίζουν όρους πραγματικής ισότητας όλων έναντι του νόμου και δεν θα διακυβεύουν τον σκοπό της ποινικής καταστολής, ήτοι τη γενική και ειδική πρόληψη.

Ο Δημήτριος Βερβεσός είναι πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.