Η τυπική ολοκλήρωση της τρίτης δανειακής σύμβασης βρίσκει την Ελλάδα να πορεύεται σε ένα δύσβατο μονοπάτι, όπως προδιαγράφουν οι υπέρμετρες αναληφθείσες δημοσιονομικές δεσμεύσεις. Σε κάθε περίπτωση, η οικονομία δεν πρόκειται να επανέλθει αυτόματα, εν είδει ελατηρίου, σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς δείχνουν οι αναιμικές επιδόσεις της. Αλλωστε, οι οικονομικές υφέσεις συνοδεύονται σχεδόν πάντοτε από μόνιμες απώλειες παραγωγικότητας και οι μεταρρυθμίσεις δεν αποδίδουν σε κενό αέρος και χωρίς επαρκή χρηματοδότηση.

Σε αυτό το περιβάλλον οι πολίτες δικαιολογημένα αντιμετωπίζουν το μέλλον με απαισιοδοξία. Ωστόσο, η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς και μεταξύ τους αποτελεί την αναγκαία συνθήκη ανάταξης της χώρας. Σύμφωνα με πλήθος εμπειρικών μελετών, το υψηλό κοινωνικό κεφάλαιο συνδέεται με υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης καθώς συνεπάγεται μικρότερα συναλλακτικά κόστη (S. Knack and P. Keefer, «Does Social Capital Have an Economic Pay-Off?», «Quarterly Journal of Economics», 1997, vol. 112). Δυστυχώς, όμως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ απομειώνει διαρκώς το κοινωνικό κεφάλαιο της χώρας. To ιδιοτελές σφάλμα της αντιμνημονιακής ρητορικής, οι επιπτώσεις του οποίου θα μας συνοδεύουν για καιρό ακόμη, έδωσε τη θέση του στην κυνική διαχείριση της εξουσίας. Και αντί να οικοδομήσει τις αναγκαίες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις, η κυβέρνηση επέλεξε να επενδύσει στον διχαστικό πολιτικό λόγο και στην επιχείρηση «αιχμαλωσίας» των θεσμών, υπονομεύοντας τις δυνατότητες ανάκαμψης της οικονομίας.

Επείγει λοιπόν η αποκατάσταση της πολιτικής αξιοπιστίας στο εξωτερικό και κυρίως στο εσωτερικό της χώρας. Στο εξωτερικό προκειμένου να καθησυχάσουμε την καχυποψία των διεθνών αγορών, αλλά και για να μπορέσουμε στη συνέχεια να διαπραγματευτούμε με τους εταίρους μας ένα περισσότερο ευέλικτο δημοσιονομικό πλαίσιο (πρωτογενή πλεονάσματα). Στο εσωτερικό της χώρας προκειμένου να κινητοποιήσουμε τους σημαντικούς λιμνάζοντες πόρους που παραμένουν ανενεργοί λόγω της υψηλής φορολόγησης και της βαριάς γραφειοκρατίας – κυρίως όμως λόγω της διάχυτης ανασφάλειας.

Είναι αναγκαίο να διατυπωθεί ένα εθνικό πρόταγμα που θα πείσει, θα δώσει ελπίδα και θα κινητοποιήσει τους πολίτες. Αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από τον εθνικό στόχο της δυναμικής και ταυτόχρονα συμμετοχικής ανάπτυξης. Πυρήνας της πρέπει να είναι η κατάρτιση και η εφαρμογή μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής που θα ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και ταυτόχρονα θα παράγει ένα σημαντικό μέρισμα ευημερίας στα μέλη της μέσα από τη δημιουργία πολυάριθμων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Αξονάς της η προώθηση της καινοτομικής επιχειρηματικότητας και η ενεργός συμμετοχή της εργασίας στην παραγωγική ανασυγκρότηση.

Δεν χρειάζεται να κοιτάξουμε μακριά μας για θετικά παραδείγματα χωρών. Η Πολωνία, συνδυάζοντας αποτελεσματικά ευέλικτη δημόσια διοίκηση, φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον και καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, γνώρισε σωρευτική ανάπτυξη της τάξης του 27% στη δύσκολη περίοδο 2009-2016. Μπορούμε κι εμείς να τα καταφέρουμε. Αρκεί να αφήσουμε πίσω μας τον εφησυχασμό, την προχειρότητα, τον διαβρωτικό λαϊκισμό και να τολμήσουμε να ονειρευτούμε – τούτη όμως τη φορά με ανοιχτά τα μάτια.