Στις χώρες που προέρχονται από τη ζώνη του πολιτικού σουλτανισμού (όρος του μεγάλου γερμανού κοινωνιολόγου Max Weber), οι άτυποι θεσμοί είναι ισχυρότεροι από τους τυπικούς και η πολιτική νομιμοποίηση προκύπτει από παραδοσιακά, θρησκευτικά, κληρονομικά πεδία αναφοράς.

Η οθωμανική εξουσία (1310 – 1908) εδραζόταν σε ένα σύνολο θρησκευτικών κανόνων, ιερών βιβλίων, παραδόσεων και συμβόλων (π.χ. η σημαία του Προφήτη, τα διάσημα του Χαλιφάτου) και στην εξ αρρενογονίας διαδοχή του ιδρυτή της δυναστείας των Οσμανιδών.

Ο Μουσταφά Κεμάλ συγκρότησε στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ένα κράτος (1920 – 2003) με θεσμούς κατ’ απομίμηση των ευρωπαϊκών. Αλλά δεν επρόκειτο περί δημοκρατίας δυτικού τύπου. Επρόκειτο απεναντίας για ένα αυταρχικό καθεστώς, όπου ο Κεμάλ ήταν το αδιαμφισβήτητο σημείο αναφοράς, οι παρακαταθήκες του λειτουργούσαν ως ιερό βιβλίο και ο θεματοφύλακας ήταν οι ένοπλες δυνάμεις. Υπήρχε το Συμβούλιο Ασφαλείας, που ήταν πολιτειακά ισχυρότερο από την εκλεγμένη κυβέρνηση. Το αστυνομικό κράτος εξασφάλιζε τον έλεγχο της κοινωνίας. Ο θεσμός των εκλογών ήταν υπαρκτός, αλλά και το πραξικόπημα, που διόρθωνε ανεπιθύμητα εκλογικά αποτελέσματα, ήταν και αυτό θεσμός και μάλιστα ισχυρότερος. Ολα αυτά αναιρούσαν τη λαϊκή κυριαρχία, θέτοντάς την υπό την κηδεμονία περιοριστικών αρχών και πλαισίων που υπερνικούσαν την λαϊκή βούληση.

Το κράτος του Ερντογάν έχει και αυτό μία επίσημη και μία ανεπίσημη θεσμική συγκρότηση. Ο Ερντογάν μετέθεσε τη βάση νομιμοποίησης της εξουσίας του σε θρησκευτικά και ιστορικά σημεία αναφοράς, δημιουργώντας ένα υβρίδιο με στοιχεία και από την οθωμανική και την κεμαλική δομή.

Από το κεμαλικό κράτος ο Ερντογάν διατήρησε τον θεσμό των εκλογών, διότι η μεγάλη μουσουλμανική πλειοψηφία τον στηρίζει και από αυτήν αντλεί την ακλόνητη πολιτική ισχύ του. Επίσης οι εκλογές προσδίδουν στο τουρκικό πολίτευμα επιχείρημα αποδοχής του από τον δυτικό κόσμο, και θα διατηρούνται όσο η αποδοχή αυτή θα χρειάζεται στον Ερντογάν.

Από την οθωμανική παράδοση ο Ερντογάν ανέσυρε τον συμβολικό εξοπλισμό του καθεστώτος του και τη μεταφυσική επένδυση της εξουσίας του. Οικοδόμησε ανάκτορο που υπενθυμίζει την οθωμανική αισθητική, επέβαλε οθωμανική ενδυμασία στην προεδρική φρουρά, επανέφερε τις θρησκευτικές τελετουργίες στις οποίες συμμετέχει προσωπικά, γενικά αναβίωσε το ύφος της σουλτανικής εθιμοτυπίας.

Η αλλαγή του πολιτεύματος από πρωθυπουργοκεντρική σε προεδρική δημοκρατία εξυπηρετεί συνταγματικά τη συγκέντρωση της εκτελεστικής εξουσίας στο πρόσωπο του Ερντογάν. Αλλά ταυτόχρονα, σε φαντασιακό επίπεδο, συνοδεύεται και από την παραπομπή του νεοσύστατου προεδρικού αξιώματος στις οθωμανικές ιδιότητες του σουλτάνου – χαλίφη. Ο σουλτάνος ως ελέω Θεού απόλυτος μονάρχης και ο χαλίφης ως θρησκευτικός ηγέτης των απανταχού μουσουλμάνων αποτελούν σημεία αναφοράς που απευθύνονται στο τουρκικό αλλά και στο διεθνές μουσουλμανικό ακροατήριο, του οποίου ο Ερντογάν επιδιώκει να καταστεί εκφραστής και ηγέτης.

Τέλος, μέσω της επίκλησης του οθωμανικού παρελθόντος, ο τούρκος πρόεδρος επιχειρεί να νομιμοποιήσει τις ιμπεριαλιστικές του επιδιώξεις, επιχειρώντας να εμφανίσει στους οπαδούς του τα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή ως προσωρινώς μόνον απολεσθείσες οθωμανικές επαρχίες. Αυτό άλλωστε είναι και το ιδεολογικό υπόβαθρο της εισβολής του στη Συρία.

Ασφαλώς, το άτυπο τουρκικό Σύνταγμα είναι ισχυρότερο από το τυπικό. Αυτό παράγει τη διεθνή συμπεριφορά του τουρκικού κράτους και σε αυτό οφείλουν να εγκύψουν οι αναλυτές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης