«Tο πλεονέκτημα του Ραγκούση σε σχέση με τον Κουβέλη είναι ότι αυτός δεν έχει μουστάκια για να κολλάνε τα τσίσα από τις κατουρημένες κυβερνητικές ποδιές που φιλάει».

Αυτά έγραψε ο κύριος Βουλαρίνος στον λογαριασμό του στο τουίτερ, και λογαριασμός δικός του.

Δεν μπορώ να πω ότι είναι και τόσο επιτυχημένο το χιούμορ του, ούτε είναι του γούστου μου αλλά δημοκρατία έχουμε ο καθένας…

Η απάντηση όμως του πολιτικού ανδρός κυρίου κυρίου Ραγκούση πέρα από το εύστοχο ή μη της ανάρτησης, ξεστρατίζει, εκτροχιάζεται και μπαίνει με τη φόρα ακυβέρνητης αμαξοστοιχίας σε άλλα χωράφια, σε άλλες σφαίρες, σε άλλα σκοτεινά κι ανεξερεύνητα σύμπαντα.

Ακούστε το.

«Δεν σε παρεξηγώ γιατί γι’ αυτό πληρώνεσαι. Για να επιχειρείς να γελοιοποιείς με την αυθεντική γελοιότητά σου, όποιον σου παραγγέλνουν αυτοί που σε έχουν μισθώσει. Αυτό είναι το επάγγελμά σου. Να παράγεις γελοιότητα, όχι γέλιο. Καλώς λοιπόν σε πληρώνουν οι χορηγοί του κ. Μητσοτάκη».

Μάλιστα. Ετσι ακριβώς. Καθαρές κουβέντες. Με λίγα λόγια όποιος γράφει ένα αστείο (κακόγουστο θέλετε; κακόγουστο σας λέω εγώ) δεν είναι ότι δεν έχει χιούμορ, αλλά είναι πληρωμένος και μάλιστα από χορηγούς του κ. Μητσοτάκη.

Οχι. Η κυρία Μαρέβα δεν εμπλέκεται προς το παρόν με καμία χορηγία. Ούτε η Ζίμενς ούτε ο «Κήρυκας Χανίων».

Οποιοι δηλαδή διαφωνούμε με την κυβέρνηση ή με οποιονδήποτε προστρέχει όψιμα προς αυτήν, είμαστε πληρωμένοι.

Δεν διανοείται ο κ. Ραγκούσης ότι υπάρχει και η ελάχιστη πιθανότητα να λέμε αυτό που πιστεύουμε αλλά θα πρέπει να είμαστε μίσθαρνα όργανα του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας και των χορηγών της.

Από κει και πέρα μπήκαν κι άλλοι στη «συζήτηση» και άρχισε η φτήνια να ξεπερνά τη χυδαιότητα. Είχες την εντύπωση ότι άκουγες τον Καρανίκα να συνομιλεί με τον Πολάκη.

Κρίμα, δεν πήραν κανένα μάθημα απ’ το διάγγελμα του κ. Πρωθυπουργού μπροστά στους ανεμόμυλους της Ιθάκης, που πήρε σβάρνα από Ομηρο, Καβάφη μέχρι Σεφέρη και όποιον πάρει ο χάρος.

Οχι, στο Θεό σας, φαντάζεστε εσείς τον κύριο Τσίπρα με την Οδύσσεια στο ένα χέρι και τον Καβάφη στο άλλο να απαγγέλλει το δείλι στο ημίφως του γραφείου του στίχους δίπλα στο ψυγείο για τα πούρα με τα φρύδια συνοφρυωμένα κι ένα δάκρυ να αργοκυλά στα ροδομάγουλά του;

Ε, τι να πω; Την έχετε μεγάλη κι αχαλίνωτη τη φαντασία σας.

Αν και πιστεύω πως διάλεξε λάθος ποίημα. Τον παρέσυρε το νησί. Η Ιθάκη. Ενώ υπήρχαν τόσα άλλα που θα πήγαιναν γάντι σ’ αυτήν τη σεμνή και κρυφή τελετή.

Αίφνης το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον».

Αυτό το…

«Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες, με φωνές – την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει. Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου· μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις».

Ε; μη μου πείτε;

Δεν είναι τρέλα;

Και τόσο ταιριαστό. Τόσο επίκαιρο. Τόσο…

Πότε θα τελειώσει Παναγία μου αυτός ο εφιάλτης;