Την ακριανή νύφη από τα αριστερά δεν τη φοβάμαι, όχι, παρότι δεν ρίχνει το βλέμμα της μες στον φακό, κατάματα, όπως οι αμέσως δίπλα της, αλλά κοιτάει κάτω, χαμηλά, στο έδαφος. Ανήκει ίσως στην κατηγορία εκείνων, που επειδή και η ίδια η μάνα τους παντρεύτηκε από προξενιό, ξέρουν από θυσία καλά, γνωρίζουν τα μυστικά της «σταύρωσης». Κατάφερε ν’ αγκιστρωθεί αράγιστα όχι από τους ανθρώπους, αλλά από τον Μεγαλοδύναμο. Μ’ εκείνον πλαγιάζει πάντοτε, μ’ εκείνον έχει πάρε δώσε. Βεβαίως τη διπλανή από πάνω της, με τις πλεξούδες και το αγριωπό χαμόγελο, δεν την ταράζει τίποτε, έχουνε γνώση οι φύλακες: Το σώμα της σπαρταράει ολόκληρο, είναι έτοιμο να καεί από έξαψη, ικανό να ξεγλιστρήσει ολότελα από όποιον βραχνά τυράννου, ακόμη και του νεοϋορκέζου άγνωστου, που της έχουν φορτώσει για άντρα: «Ποιος σας είπε ότι θα το τάξουμε; Υπάρχουν ηδονές παράνομες, που κρατάνε ζωντανό το αίμα. Να είστε για όλα έτοιμες, δεν γεννηθήκαμε παντρεμένες».

Η διπλανή της με το καρέ μαλλί πίνει από άλλο αντίδοτο: Το σημαντικό για εκείνη είναι ότι θα έχει σύζυγο, ότι θα είναι «κυρία κυρίου». Και μόνο η ευχαρίστηση ότι θα κρατάει το σπίτι του, βεβαίως κυρίως τα πλούτη, της δίνει περίσσια δύναμη για να αντέξει αυτή την τύχη. Ηδη στον λαιμό φαντάζεται κολιέ από μαργαριτάρια, ενώ στα αφτιά και στα δάχτυλα κοσμήματα από χρυσάφι. Και η δεξιότερη, ακόμα ακόμα, η πιο εξημερωμένη όλων τους, αυτή με το αγγελικό χαμόγελο και τη λυτή τουφίτσα – η μόνη λίγο ξεχτένιστη, χωρίς το μαλλί στην τσίτα -, θαρρείς ότι μεθάει ολότελα από διαφορετικό ηδύποτο: Για εκείνη η ευτυχία θα έρθει μόνο μέσα απ’ τη μήτρα της, το παιδί της θα είναι ο έρωτας, το στήριγμα, η ηδονή της, τι σημασία έχει ποιος θα το βάλει μέσα της, ποιος θα τη γονιμοποιήσει. Εκείνη είναι ήδη έτοιμη, η κοιλίτσα της ήδη ανθίζει.

Για την άλλη όμως ορρωδώ και δέομαι: Τη δεύτερη από τα δεξιά εννοώ, που μοιάζει σαν να ‘ναι φάντασμα. Φαίνεται να ‘ναι ξέχωρη από τις άλλες στη φωτογραφία, σαν να ‘ναι από άλλη διάσταση, με ιδιάζον μαγνητικό πεδίο. Σε αυτή πέφτει το μάτι αυτόματα, απορροφώντας την ανατριχίλα, που μεταδίδεται από το βλέμμα της, το διαγώνιο και το άδειο. Θαρρείς ότι είναι έτοιμη να σκίσει τη φωτογραφία ολόκληρη, να ξεχυθεί από μέσα, έτοιμη να μιλήσει. Κι όταν πια ακούς τον ψίθυρο ο λόγος σε κεραυνώνει: «Μακάρι να παντρευόμουνα κάποιον μόνο από έρωτα. Να τον αγαπούσα και να με αγαπούσε. Κι ολάκερη ας καιγόμουνα. Μακάρι να ζούσα έστω και μία στιγμή από έρωτα, κι ας πέθαινα τον πιο άγριο θάνατο: Ας γινόμουν μαζί του στάχτη». Γι’ αυτήν ορρωδώ και δέομαι. Αυτή. Τη Γυναίκα Φάντασμα. Γι’ αυτήν ορρωδώ και δέομαι. Που θέλει να γίνει στάχτη.

Φάντασμα δεν λένε γίνεται η πνοή των ψυχών εκείνων που είχαν άδικο θάνατο; Οσων το πέρασμα έγινε αδικαίωτα στην άλλη διάσταση, που δεν χόρτασαν της ζωής το πέταγμα καθόλου όταν πεθαίναν; Μιλάνε οι ψυχές όλων αυτών άραγε μεταξύ τους; Μιλάνε οι ψυχές φαντάσματα με τους απαρηγόρητους όλους πίσω; Θα ήταν αυτό το μίλημα ένα γιατρικό; Στον πόνο; Τον πόνο αυτόν, τον άφατο, που πετρώνει και δεν μιλιέται; Πώς, αν όχι σαν «μήνυμα», ραβασάκι από άλλη διάσταση, να εκλάβω τη φωτογραφία αυτή, της καμένης εφημερίδας, – ποιος ξέρει σε τι χρησίμευε πριν να απογίνει στάχτη – που, περνώντας από το οικόπεδο με τους 26 σφιχταγκαλιασμένους, πιάστηκε στο παπούτσι μου, συλλαμβάνοντας τυχαία το μάτι;

Μα τι σύμπτωση ανεξήγητη, τι απίθανη συγκυρία! Εκείνες που δεν κουρνιάξανε σε αληθινή αγκαλιά ποτέ τους, μπροστά σε αυτούς που επέλεξαν αγκαλιασμένοι να είν’ φευγάτοι! Γυναίκα της φωτογραφίας φάντασμα, γυναίκα της φωτογραφίας στάχτη, σκύψε τώρα, λυπήσου μας. Πες σε όσους καήκανε στις φλόγες, αγκαλιά, στο Μάτι, ότι πετύχανε ωραίο θάνατο, γιατί πεθάναν μες στην αγάπη. Πες τους ότι εσύ «πουλήθηκες» εκ των προτέρων σε έναν άντρα, που ποτέ σου δεν τον αγάπησες και αυτομόλησες για τη στάχτη. Πες τους ότι είν’ καλύτερο το να καείς ολάκερος αλλά να νιώθεις ότι αγαπιέσαι, παρά να πεθαίνεις άκαυτος, ατσουρούφλιστος από αγάπη. Υστερα πες σε όλους μας ότι δεν χρειάζεται να καούμε για να δροσίσει ο ένας τον άλλονε με λίγο ψωμί κι αλάτι. Θύμισέ μας ότι στη ζωή αυτή δεν κινδυνεύουμε από τον γείτονα, από αυτόν να μας βγει το μάτι, αλλά από άλλες βουλές δυνάμεων, που να ελέγξουμε είναι εις μάτην. Οτι δεν ωφελεί σε τίποτα να εχθρευόμαστε μεταξύ μας, γιατί καιροφυλακτεί ένας θάνατος, αδιάφορος στο γινάτι. Οτι δεν συμφέρει σε τίποτα, η ηδονή, το χρήμα, τίποτε από τα πράγματα, ούτε ο Θεός ο ίδιος, αν πριν απ’ τον όποιον θάνατο δεν πεθάνουμε από αγάπη. Οτι δεν είναι απέραντος. Ο χρόνος μας. Στον πλανήτη. Κι ότι δεν χρησιμεύει οι άνθρωποι να ζούμε πλάτη με πλάτη.

Ελα Γυναίκα Φάντασμα. Κάψε μας. Από Αγάπη.