Οι χωριστές φορολογικές δηλώσεις για συζύγους έχουν γίνει ένα καθιερωμένο εργαλείο για τη διαχείριση των προσωπικών οικονομικών υποχρεώσεων. Μέσω αυτής της επιλογής, κάθε σύζυγος αποκτά μεγαλύτερη αυτονομία στις σχέσεις του με την Εφορία, αλλά συνοδεύεται και από ορισμένους περιορισμούς που πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Πλεονεκτήματα
Προστασία φορολογικής ενημερότητας: Η ενημερότητα του ενός συζύγου παραμένει ανεξάρτητη από τυχόν οφειλές του άλλου.
Μη συμψηφισμός οφειλών και επιστροφών: Επιστροφές φόρου δεν συμψηφίζονται αυτόματα με χρέη του άλλου συζύγου.
Απλοποίηση διαδικασιών: Διευκολύνει ζευγάρια με διαφορετική φορολογική κατοικία ή ανεξάρτητες οικονομικές δραστηριότητες.
Ανεξάρτητη διαχείριση εισοδημάτων: Κάθε σύζυγος δηλώνει και υπολογίζει τα εισοδήματά του ξεχωριστά.
Μειονεκτήματα
Απώλεια κάλυψης τεκμηρίων: Τα τεκμήρια βαρύνουν ατομικά κάθε σύζυγο, αυξάνοντας πιθανώς τον φόρο.
Χωριστή διαχείριση τέκνων: Τα ανήλικα τέκνα δηλώνονται από τον γονέα με το υψηλότερο εισόδημα, ενδεχομένως αυξάνοντας τη φορολογική επιβάρυνση.
Περιορισμοί στη μεταφορά αποδείξεων: Δεν επιτρέπεται η μεταφορά αποδείξεων ή εισοδημάτων μεταξύ συζύγων.
Αυξημένη πολυπλοκότητα σε κοινές υποχρεώσεις: Κοινή περιουσία ή δάνεια απαιτούν προσεκτική διαχείριση.
Επιδόματα
Η επιλογή χωριστών δηλώσεων δεν επηρεάζει τα οικογενειακά και κοινωνικά επιδόματα, τα οποία υπολογίζονται βάσει του συνολικού οικογενειακού εισοδήματος:
Επίδομα παιδιού (Α21): Υπολογίζεται με βάση το συνολικό εισόδημα της οικογένειας.
Άλλα επιδόματα: Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, επίδομα στέγασης και παρόμοια παραμένουν ανεπηρέαστα από τη χωριστή δήλωση.
Οι χωριστές φορολογικές δηλώσεις προσφέρουν ανεξαρτησία και μεγαλύτερο έλεγχο στις οικονομικές υποχρεώσεις, αλλά απαιτούν προσεκτική αξιολόγηση. Αν και επηρεάζουν τον τρόπο διαχείρισης των φορολογικών στοιχείων, δεν αλλάζουν τον υπολογισμό των οικογενειακών επιδομάτων.







