Οι αναγνώστες του σύγχρονου μυθιστορήματος μυστηρίου και των ψυχολογικών θρίλερ τον έχουν ήδη ξεχωρίσει κατατάσσοντάς τον στους μπεστσελερίστες της εποχής –ειδικά στη Γερμανία (μία ματιά σε ένα σταντ ευρωπαϊκού αεροδρομίου κατά την επόμενη πτήση θα σας πείσει).

Ο Ζεμπάστιαν Φίτσεκ έχει πωλήσεις άνω των 19 εκατομμυρίων αντιτύπων και είναι μεταφρασμένος σε 37 χώρες. Στο καινούριο θρίλερ του, «Το κορίτσι του ημερολογίου», το οποίο αναμένεται από τις εκδόσεις «Διόπτρα» στις 8 Οκτωβρίου (μτφ. Ειρήνης Γεούργα), πρωταγωνιστεί η Ολίβια Ράουχ, ψυχολόγος με ειδικότητα στα βίαια εγκλήματα. Ο «αγώνας» της εδώ είναι να εντοπίσει τους βιολογικούς γονείς της υιοθετημένης της κόρης Άλμα, επειδή από αυτό εξαρτάται η ζωή της.

Όπως πάντα βέβαια ο Φίτσεκ έχει κρυμμένο άσο από την καταπακτή με τους μηχανισμούς του τρόμου: αυτό που θα κληθεί να αντιμετωπίσει, λοιπόν, η Ράουχ ξεπερνάει την όποια φαντασία της. Κι αυτό επειδή σχετίζεται με μια παλιότερη ιστορία. Χρόνια πριν μια κοπέλα βρέθηκε παραμονές γιορτών σ’ ένα απομονωμένο σπιτάκι στο Δάσος της Φραγκονίας. Κι εκεί, ένας ψυχοπαθής έφτιαξε μαζί της ένα χριστουγεννιάτικο ημερολόγιο φρίκης.

Με την άδεια του εκδοτικού οίκου, προδημοσιεύουμε ένα εκτενές απόσπασμα από το νέο μυθιστόρημα ενόψει μάλιστα των επισκέψεων του συγγραφέα σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, στις 20 και 21 του μήνα αντιστοίχως.

Αποκλειστική προδημοσίευση από το νεότερο ψυχολογικό θρίλερ

«Είστε τυχερή που σήμερα οι ρευματισμοί μου με βασανίζουν πολύ!»

«Ορίστε;»

«Τόσο νέα, κι όμως ήδη βαρήκοη. Είπα: Οι αρθρώσεις μου σήμερα κοχλάζουν χειρότερα κι από χύτρα ταχύτητας. Ο λουκανικάς απέναντι», η Ούρζελ έδειξε μέσα από τη βιτρίνα της το κρεοπωλείο στην απέναντι πλευρά του πεζόδρομου, «γκρινιάζει μόνο για ένα υπόκωφο τράβηγμα. Γελοίο. Δεν έχει δικαίωμα να μιλάει. Εγώ ζω την κόλαση. Οι γοφοί μου καίγονται, πιο καυτοί κι απ’ τη Σαχάρα. Τα γόνατά μου επίσης. Αν δεν ήταν έτσι, θα είχα σηκωθεί νωρίτερα και θα είχα κλείσει. Το μαγαζί είναι κλειστό».

«Α, μάλιστα. Στο ίντερνετ έλεγε ότι ανοίγετε και το Σάββατο».

«Μόνο μέχρι τις έντεκα. Όπως ο φούρνος».

Η Βαλεντίνα σήκωσε το χέρι της απολογητικά.

Ήταν κρίμα που έπρεπε ν’ αφήσει τόσο γρήγορα τη ζεστή ατμόσφαιρα του μαγαζιού και να ξαναβγεί στο τσουχτερό δεκεμβριάτικο κρύο. Τουλάχιστον εδώ ο χειμώνας έδειχνε μια πολύ πιο όμορφη πλευρά του απ’ ό,τι στο θλιβερό Βερολίνο. Το γερό χιόνι που είχε πέσει τις τελευταίες μέρες είχε μεταμορφώσει το μικρό χωριό σε χειμερινή ονειρική χώρα των θαυμάτων.

«Δεν υπάρχει περίπτωση», είπε η Ούρζελ βαριανασαίνοντας, «τώρα που μπήκατε, θ’ αφήσετε και λίγο χρήμα».

Στηρίχτηκε στην άκρη του πάγκου και σηκώθηκε βογκώντας. «Από πού είστε;» ρώτησε τη Βαλεντίνα.

«Από το Βερολίνο».

«Πρωτεύουσα», μούγκρισε η Ούρζελ∙ η λέξη ακούστηκε στο στόμα της σαν βρισιά. «Διακοπές;»

«Εξετάσεις. Πρέπει να διαβάσω για το πανεπιστήμιο».

«Α, και είπατε να αποσυρθείτε στο βαρετό Ράμπενχαμερ για να μη σας αποσπούν οι πειρασμοί της μεγαλούπολης.

Κατάλαβα».

Κάπως έτσι.

«Έχω νοικιάσει ένα εξοχικό».

«Ένα ολόκληρο σπίτι, μάλιστα».

Η Βαλεντίνα ένιωσε ξαφνικά σαν να στεκόταν πάνω στη σκηνή με δυνατούς προβολείς στραμμένους πάνω της, εκτεθειμένη έτσι όπως την εξέταζε το άγρυπνο βλέμμα της Ούρζελ.

«Ο κόσμος καταρρέει με αρχοντιά».

«Βασικά είναι ένα τρίχωρο σπίτι με σκάλα», δικαιολογήθηκε η Βαλεντίνα. «Το είχε ευκαιρία το ταξιδιωτικό γραφείο!»

Η ανθοπώλισσα έσφιξε τα χείλη της. «Ωραία. Και τώρα θέλετε να ομορφύνετε κάπως το μέρος;»

«Είναι λίγο κρύο. Δεν έχει καθόλου χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα. Επίσης, όλα τα άλλα σπίτια φαίνονται τόσο όμορφα και άνετα».

Στον δρόμο από τον σταθμό ως το κατάλυμά της, η Βαλεντίνα είχε περάσει μπροστά από πολλά χριστουγεννιάτικα στολισμένα παράθυρα. Σε αντίθεση με το Βερολίνο, όπου η μισή γειτονιά θεωρούσε καλόγουστα τα αστέρια με το φθορίζον φως, τα έλκηθρα με τα ελάφια που αναβόσβηναν ή τους πλαστικούς Αγιοβασίληδες που ταλαντεύονταν πέρα-δώθε, τα σπίτια σ’ ετούτη τη γωνιά της Φραγκονίας ήταν διακοσμημένα πολύ πιο κομψά, με στολίδια από φυσικό ξύλο, αληθινά λουλούδια και κεριά που οι φλόγες τους χόρευαν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα.

«Θα ήθελα αυτό το στεφάνι με τα κεριά!» είπε η Βαλεντίνα δείχνοντας ένα λιτό στεφάνι που είχε δέκα ευρώ έκπτωση και βρισκόταν πάνω σε ένα μικρό τραπέζι, δίπλα από ένα βάζο με κλαδιά βατομουριάς. «Και δύο κόκκινες αμαρυλλίδες».

Το βλέμμα της έπεσε σε ένα ράφι με χριστουγεννιάτικα διακοσμητικά.

«Στολίδια για χριστουγεννιάτικο δέντρο;» ρώτησε η Ούρζελ σκουπίζοντας το χέρι της σε μια λεκιασμένη από νερά και χώμα ποδιά και έδειξε ένα κουτί με κόκκινες μπάλες.

«Όχι, ευχαριστώ. Όμως θα ήθελα αυτό το ξύλινο αστέρι και λίγα κλαδιά ελάτου. Α, ναι, έχετε κερί για το παράθυρο;»

«Τι να έχω;»

«Είδα ότι πολλοί εδώ έχουν βάλει κάτι πράσινα κεριά στα παράθυρα».

«Α, ναι. Είναι έθιμο εδώ. Τα Σαββατοκύριακα των τεσσάρων εβδομάδων πριν από τα Χριστούγεννα. Αλλά μόνο οι γεροντότεροι το κάνουν πια. Παλιότερα το βλέπατε σε κάθε σπίτι.

Όμως τα πράσινα κεριά έχουν τελειώσει. Έχω μόνο αυτά εδώ».

Η Ούρζελ εξαφανίστηκε πίσω από τον πάγκο∙ από τον ήχο, η Βαλεντίνα κατάλαβε ότι ψαχούλευε μέσα σ’ ένα κουτί με διάφορα πράγματα και τέλος εμφανίστηκε με ένα σκούρο κυλινδρικό κερί στο χέρι της.

«Μαύρο;» ρώτησε η Βαλεντίνα διστακτικά.

«Κατά λάθος μού τα έστειλαν», της εξήγησε η έμπορος. «Ρώτησα και τον Χέρμπερτ τι να τα κάνω. Αλλά μου είπε απλώς ότι το βράδυ δεν θα ξεχωρίζουν από τα πράσινα, θα ήταν το ίδιο χριστουγεννιάτικα, οπότε κράτησα το κουτί να τα πουλήσω με προμήθεια. Τι λέτε; Θα το πάρετε;»

Η Βαλεντίνα έγνευσε καταφατικά. Η ανθοπώλισσα τύλιξε τα ψώνια με επιδέξιες κινήσεις και τα έβαλε σε μια χάρτινη τσάντα, για να μπορούν να μεταφερθούν, και συνόδευσε τη

Βαλεντίνα μέχρι την έξοδο. Όχι τόσο από ευγένεια όσο για να γυρίσει την πινακίδα που έλεγε «Καλώς ορίσατε» προς την πλευρά που έλεγε «Κλειστό».

«Μήπως χρειάζεστε και αναπτήρα;»

Η Βαλεντίνα έκανε μια κίνηση που σήμαινε άρνηση. «Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού είναι πολύ προνοητικός. Έχει βάλει ένα κουτί αναπτήρες στον πίνακα του ρεύματος μαζί με ένα κερί,

για την περίπτωση που κοπεί το ρεύμα».

Ο παγωμένος αέρας τής έφερε μια τούφα μαλλιά μπροστά από τα μάτια της.

Ήταν αλήθεια ότι το μικρό εξοχικό ήταν καλά εφοδιασμένο με τα απαραίτητα, όπως είχε διαπιστώσει η Βαλεντίνα όταν μία ώρα νωρίτερα είχε ξεκλειδώσει την πόρτα του, είχε αφήσει το ταξιδιωτικό της σακίδιο και ξεκίνησε με τα πόδια να κατηφορίζει τον λόφο προς το χωριό. Πιατικά, μπαχαρικά, χαρτί υγείας, πετσέτες, έναν φακό – όλα ήταν τακτικά βαλμένα στο ντουλάπι με τις προμήθειες και στα ντουλάπια της κουζίνας

και του μπάνιου.

Είχε αφήσει ακόμα και κονσέρβες.

«Πού είπατε ότι μένετε;» ρώτησε η ανθοπώλισσα.

Η Βαλεντίνα ανασήκωσε τους ώμους της και μετακίνησε το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο πάνω στο χαλάκι της εισόδου. «Δεν είπα. Αλλά υποθέτω ότι σίγουρα εδώ στο χωριό δεν θα υπάρχουν μυστικά».

Η Ούρζελ γέλασε μ’ ένα βραχνό γέλιο. «Ναι, βέβαια, θα μπορούσες να το πεις κι έτσι».

«Ξέρετε εκείνο το λίγο στραβό σπιτάκι στο Τάνενσταϊγκ; Το Βάλντπφαντ. Είναι ακριβώς στην άκρη του δάσους, πάνω στον λόφο». Έδειξε τον πεζόδρομο προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει. Μετά στράφηκε πάλι, αλλά ήρθε αντιμέτωπη με το βλέμμα μιας ξένης. Το πρόσωπο της γυναίκας από τη μια στιγμή στην άλλη είχε μεταμορφωθεί. Λες και η Βαλεντίνα δεν της είχε πει μόνο μια διεύθυνση, αλλά είχε γυρίσει κι έναν διακόπτη που είχε σβήσει το χαμόγελο από το πρόσωπο της Ούρζελ.

«Εκεί;»

Η Βαλεντίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Γιατί…;»

Ήταν λες και το λαμπρό φως που έκαιγε ως τότε στα έξυπνα μάτια της Ούρζελ να είχε αντικατασταθεί από μια θυμωμένη σκοτεινή φλόγα.

«Είπα κάτι λάθος;» αναρωτήθηκε η Βαλεντίνα. Και τότε ένιωσε κάτι υγρό και κολλώδες στο μάγουλό της. Και στο μέτωπό της.

Παχύρευστο φλέγμα, που κυλούσε στα μάτια της και στη γωνία του στόματός της.

«Με…;»

Η Βαλεντίνα σήκωσε το χέρι της, τινάχτηκε αηδιασμένη.

«Με…»

…φτύσατε;

Ούρλιαξε, αλλά τα λόγια της πνίγηκαν από το κροτάλισμα που έκανε το ρολό του μαγαζιού, που η Ούρζελ είχε αφήσει να πέσει μπροστά της σαν γκιλοτίνα.

INFO:

Κυκλοφορεί και συλλεκτική έκδοση σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, με ειδικό εφέ εξωφύλλου που δημιουργήθηκε αποκλειστικά για το βιβλίο. Ο Ζεμπάστιαν Φίτσεκ έρχεται στη Θεσσαλονίκη στις 20 Οκτωβρίου 2025, καλεσμένος των 60ών Δημητρίων. Εμφανίζεται στον κινηματογράφο «Ολύμπιον» στις 19.00 ενώπιον του κοινού και «ανακρίνεται» από τον Αλέξανδρο Μυροφορίδη, διδάκτορα Δημιουργικής Γραφής και συντονιστή της Λέσχης Ανάγνωσης Αστυνομικής Λογοτεχνίας Φεντόρα. Πρόλογο θα απευθύνει ο δημοσιογράφος Στέφανος Τσιτσόπουλος. Είσοδος δωρεάν.

Δελτία εισόδου μέσω more.com. Στις 21 Οκτωβρίου αναμένεται στο «Gazarte» της Αθήνας στις 19.30, όπου μαζί του θα συζητήσουν ο Ηλίας Φουντούλης και η Μυρτώ Κάζη. Είσοδος ελεύθερη με κράτηση εδώ:

Σε περίπτωση εξάντλησης των δωρεάν δελτίων, η προσέλευση θα γίνεται με σειρά προτεραιότητας, βάσει των διαθέσιμων θέσεων που ενδέχεται να προκύψουν από ακυρώσεις ή μη προσέλευση.