Για δισεκατομμύρια χρόνια, η ζωή στη Γη προχωρούσε με αργά βήματα, διαμορφωμένη από τη σιωπηλή δύναμη της γενετικής εξέλιξης. Οι μεταλλάξεις, η φυσική επιλογή, η επιβίωση των καλύτερα προσαρμοσμένων όρισαν την πορεία φυτών και ζώων, συμπεριλαμβανομένων των προγόνων μας. Όμως, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Bioscience, η ανθρωπότητα φαίνεται να έχει πατήσει το «γκάζι» μιας εντελώς νέας φάσης.
Οι ερευνητές Τίμοθι Γουέρινγκ και Ζάκαρι Γουντ από το Πανεπιστήμιο του Μέιν υποστηρίζουν ότι η πολιτισμική κληρονομιά έχει πάρει πλέον τα ηνία από τη βιολογική κληρονομιά, οδηγώντας την εξέλιξή μας με ρυθμούς και τρόπους που το DNA δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει. Πρόκειται, λένε, για μια «μεγάλη εξελικτική μετάβαση», όπου οι άνθρωποι δεν εξελίσσονται πια μόνο ως μεμονωμένα βιολογικά όντα, αλλά ως κοινωνικές ομάδες που λειτουργούν σχεδόν σαν «υπερ-οργανισμοί».
Από τα λίθινα εργαλεία στις σύγχρονες κοινωνίες
Η βάση αυτής της άποψης βρίσκεται στην ιδέα της σωρευτικής κουλτούρας: πριν περίπου 600.000 χρόνια, οι πρόγονοί μας άρχισαν να κατασκευάζουν όλο και πιο πολύπλοκα λίθινα εργαλεία. Αυτές οι μικρές καινοτομίες δεν χάνονταν, αλλά μεταφέρονταν και εμπλουτίζονταν από γενιά σε γενιά. Αυτή η διαδικασία δημιούργησε τον πολιτισμό όπως τον καταλαβαίνουμε σήμερα — ένα σύνολο γνώσεων, θεσμών και τεχνολογιών που διαμορφώνει την καθημερινότητά μας πολύ περισσότερο από ό,τι τα ίδια μας τα γονίδια.
«Όταν μαθαίνουμε χρήσιμες δεξιότητες, θεσμούς ή τεχνολογίες από άλλους, στην πραγματικότητα κληρονομούμε πολιτισμικές πρακτικές που μας βοηθούν να προσαρμοζόμαστε», εξηγεί ο Γουέρινγκ. Οι εφευρέσεις όπως τα γυαλιά, οι καισαρικές τομές, οι θεραπείες γονιμότητας ή τα εμβόλια είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα επίτευξης που υπερβαίνουν τα όρια της γενετικής μας εξέλιξης.
Η αναλογία με τις αποικίες των μυρμηγκιών δεν είναι τυχαία. Όπως τα μεμονωμένα έντομα χτίζουν συλλογικά πολύπλοκα συστήματα που κανένα άτομο δεν θα μπορούσε μόνο του να δημιουργήσει, έτσι και οι άνθρωποι οικοδομούν θεσμούς, κυβερνήσεις και παγκόσμια δίκτυα που αποτελούν πλέον τα βασικά εργαλεία επιβίωσής μας.
Κατά την πανδημία του κορονοϊού, για παράδειγμα, η διαχείριση της δημόσιας υγείας λειτούργησε σαν ένα «εθνικό ανοσοποιητικό σύστημα», αναφέρουν οι ερευνητές. Με αυτόν τον τρόπο, η κουλτούρα —και οι θεσμοί που αυτή δημιουργεί— αντικαθιστούν τον αργό μηχανισμό της βιολογικής προσαρμογής.
Ωστόσο, αυτός ο νέος τρόπος εξέλιξης δεν είναι χωρίς κινδύνους. Η προηγούμενη έρευνα των δύο επιστημόνων έδειξε ότι η ανθρώπινη κουλτούρα στηρίζεται ιστορικά στην εξόρυξη και κατανάλωση πόρων. Αυτή η βάση καθιστά προβλήματα όπως η κλιματική αλλαγή ιδιαίτερα δύσκολα να λυθούν, αφού οι ίδιες οι δομές μας ενισχύουν τις πρακτικές που οδηγούν σε καταστροφή. «Για να λύσουμε τα συλλογικά παγκόσμια προβλήματα πρέπει να κολυμπήσουμε αντίθετα στο ρεύμα της ίδιας μας της εξέλιξης», σημείωσε ο Γουέρινγκ.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν ο πολιτισμός μπορεί να μας εξοπλίσει με τα εργαλεία συνεργασίας που θα χρειαστούμε, προτού οι ίδιες μας οι κοινωνικές συμπεριφορές επιδεινώσουν αμετάκλητα την κρίση.
Στην τελική ανάλυση, αν η πολιτισμική κληρονομιά συνεχίσει να υπερισχύει της γενετικής, το μέλλον μας δεν θα είναι πια γραμμένο στο DNA, αλλά στις ιστορίες, τους θεσμούς και τα συστήματα που δημιουργούμε και μεταδίδουμε συλλογικά. Αυτό σημαίνει ότι η ευημερία και η επιβίωση του είδους μας εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από την ικανότητά μας να μαθαίνουμε, να συνεργαζόμαστε και να χτίζουμε ανθεκτικές κοινωνίες.
Με απλά λόγια, η ανθρωπότητα ίσως να μην εξελίσσεται βιολογικά με τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν. Εξελίσσεται πολιτισμικά, σχηματίζοντας μια μεγάλη «αποικία» που έχει τη δύναμη να επιτύχει όσα το άτομο μόνο του δεν θα μπορούσε. Και το ερώτημα που μένει είναι αν αυτή η αποικία θα καταφέρει να επιβιώσει μέσα σε έναν κόσμο που απαιτεί μεγαλύτερη αλληλεγγύη και λιγότερη καταστροφική εκμετάλλευση.







