Ο Σεφέρης επέλεγε πάντοτε τις λέξεις με τις οποίες οριοθετούσε το άγχος της γραφής: «Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης/ επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν» (Θερινό ηλιοστάσι). Αυτό το άγχος γραφής στοιχειώνει τον Μιχάλη Μοδινό στην πρόσφατη «Υπόθεση της Ερυθράς Βασίλισσας» (εκδ. Καστανιώτη) και όχι μόνο εκεί.

Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια εικόνα με τον ποιητή χρησιμοποιεί στο δωδέκατο διήγημα της συλλογής: «Ένας καθρέφτης μπορεί να εκληφθεί ως αλληγορία για οτιδήποτε: για την αντιγραφή, την αντανάκλαση, τον πολλαπλασιασμό, την επ’ άπειρον αναπαραγωγή του ειδώλου μας… Και ακόμα για την έννοια της ανακάλυψης, της αποκάλυψης, της ψευδαίσθησης, της υφαρπαγής, του ναρκισσισμού, της εξιδανίκευσης…».

Μέσα από τα συνολικά 16 αφηγήματα ο συγγραφέας -αναπόδραστα- αυτοβιογραφείται. Όχι με την έννοια των προσωπικών βιωμάτων τα οποία μας επιτρέπει να  εντοπίσουμε (παρεμπιπτόντως, ξέρουμε ότι όντως συνάντησε στην Αθήνα, εκείνο το βράδυ του 1980, τον Ντον ΝτεΛίλλο -συγγραφέα που, έτσι κι αλλιώς, λειτούργησε σαν ερέθισμα για τη «μυθιστορηματική» στροφή του οικολόγου Μοδινού).

Αλλά κυρίως με την έννοια των ρωγμών από τις οποίες εισερχόμαστε στο συγγραφικό εγώ.

Στον δρόμο αυτό ο Μοδινός έχει αφήσει αρκετές σημάνσεις: σημασία δεν έχει τι λες, αλλά πώς το λες. Το δίλημμα αυτοβιογραφία ή επινόηση είναι ψευδές, καθώς όλα επιτρέπονται μέχρι την επίτευξη του αισθητικού αποτελέσματος.

Δεν χρειάζεται να ξοδεύεσαι σε ακυριολεξίες ή ασάφειες, όταν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις λέξεις «Μητσοτάκης», «ΣΥΡΙΖΑ», «fractal» (το online περιοδικό) και Ζωή Κωνσταντοπούλου για να προσδιορίσεις τη συγχρονία.

Ακόμη και το μεταμοντέρνο παιχνίδι μπορείς να επιτρέψεις στον εαυτό σου στήνοντας χρονογέφυρες ανάμεσα στους πολλαπλούς Μοδινούς: «Η αίσθηση του καινούργιου κυριαρχούσε πάνω στο παλιό -ακόμα κι αυτή η πρόωρα γερασμένη άμορφη πόλη είχε μετασχηματιστεί στα μάτια μου, ακόμα και περιοχές ελάχιστα ελκυστικές είχαν μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο.

Συναισθηματική αναπαλαίωση -σ’ ένα βιβλίο του Μοδινού θαρρώ πως το διάβασα αυτό» λέει η διευθύντρια του Υπουργείου Γεωργίας στο «Περί ατομικής ευθύνης».

Φυγή και επιστροφή

Χαρακτήρες που μονίμως φεύγουν και ενίοτε επιστρέφουν. Έρωτες και φλερτ που δεν έχουν ανάγκη να επικυρωθούν ή να σμπαραλιαστούν στις μυλόπετρες του MeToο. Η θέση της Ελλάδας στην ενωμένη Ευρώπη, η αναζήτηση της «ανάπτυξης» και τα αδιέξοδά της.

Βιώματα από οδοιπορικά σε όλη την Ελλάδα, τη Λατινική Αμερική και τον μεγάλο κόσμο που εγκιβωτίζονται σε μια γωνιά του χάρτη, σε ένα χωριό, σε μια αγροτική μονάδα.

Η οικουμενική ρευστότητα που γίνεται μικρογραφία, το ελάσσον που γίνεται κόσμος.

Είναι δηλωμένη η έλξη του συγγραφέα για τους τόπους που γίνονται λογοτεχνικοί «χαρακτήρες» -από τον αμερικανικό Νότο του Φώκνερ έως τον Γκ.Γκ.Μάρκες-, γεγονός που λειτουργεί σαν αντικλείδι και στη συλλογή της «Ερυθράς βασίλισσας». Το διήγημα «Ο μακρύς δρόμος για τη Μοντάνα», όπου αναφέρεται συνέδριο στη Βαρκελώνη με τίτλο «Ο τόπος ως ήρωας» είναι απλώς ενδεικτικό για το μοτίβο που επανέρχεται σε πολλές σελίδες.

Αλλά δεν φτάνουν καν αυτοί οι δείκτες για να ανιχνεύσουμε το ύφος του συγγραφέα.

Με μακρινούς πολικούς αστέρες τον Βέλγο Ούγκο Κλάους και τον Μαξ Φρις του «Homo faber» (δηλωμένες και αυτές οι αναφορές), ο Μοδινός ρίχνει εδώ γέφυρες στον ειρωνικό κυνισμό του Ουελμπέκ και το κυνικό χιούμορ της Γιασμίνα Ρεζά. Δεν χρειάζεται καν η προώθηση κάποιας δράσης (ξανακοιτάξτε το δεύτερο μότο του βιβλίου διά χειρός ΝτεΛίλλο) ούτε η «υπόθεση» ούτε η ρεαλιστική απεικόνιση. Τα πράγματα, οι έρωτες, οι ματαιώσεις, οι συγκρούσεις απλώς συμβαίνουν.

Η Ρεμέδιος Μπουνεδία (άλλη μια αναφορά στον Μάρκες) κατασπαράζει τον αρσενικό αφηγητή «σαν ιαγουάρος». Δύο φίλοι πίνουν ουίσκι μπροστά στο τζάκι χωρίς να θυμούνται την ονομασία του («Glen…κάτι»). Ο Γιώργος Λεοντάρης της ελληνικής επαρχίας συμπονά τους νέους δουλοπάροικους της Ελλάδας -τους μετανάστες- και αποχαιρετά με θλίψη την εργατική τάξη της.

Η φύση είναι ένα κεφάλαιο χωριστά.

Το να πεις ότι έχει κεντρικό ρόλο μέσα στα διηγήματα μπορεί να ακουστεί και σαν understatement, με δεδομένη τη θητεία του συγγραφέα στον οικολογικό χώρο.

Ο Μοδινός δεν αρκείται να περιγράφει τοπία ή σκηνικά.

Κάποια στιγμή νιώθεις ότι έχει μείνει με μετέωρο βλέμμα -μπροστά σε ένα ποτάμι, μια λίμνη, έναν αρχαιολογικό χώρο- για να ακούσει τη «μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων».

Την ανάπτυξη που έρχεται πολλά υποσχόμενη, τα μοντέλα της που αποβαίνουν επιβαρυντικά, το αλληθώρισμα προς τις παθογένειες πάνω στις οποίες έχουμε χτίσει κακήν κακώς το «συμβόλαιό» μας με το περιβάλλον.

Η  φύση και σ’ αυτά τα διηγήματα γίνεται μια συνθήκη υπαρξιακή, αποκτά ικανότητες διάδρασης με τους ανθρώπους.

Τους περιέχει, τους περιβάλλει και τους αποστερείται όταν προτιμούν τη μητρόπολη.

Και κάπου εκεί, ανάμεσα στους μονολόγους για τον λάθος δρόμο των αναπτυξιακών μοντέλων, τις μαζώξεις σε καφενεία ανά την επικράτεια ή σε μπαρ της Εσπερίας, την αλληγορία για τη σχέση Ελλάδας και Ευρώπης (στο «Ένας Γερμανός φίλος»), τα οικόπεδα-φιλέτα και τις θερμαινόμενες πισίνες των χιονοδρομικών κέντρων (οι παρατηρήσεις του συγγραφέα για επιμέρους «ρωγμές» μέσα στις εικόνες θα άξιζαν ένα ξεχωριστό σημείωμα), η φύση παρέχει στον Μοδινό την ευκαιρία για λίγο επιμελημένο λυρισμό ακόμα.

Με τον τρόπο που ο Ντον ΝτεΛίλλο, για παράδειγμα, ή ο Τζορτζ Σόντερς περιγράφουν τοπία ύστερα από «τεχνοκρατικούς» διαλόγους.

Να τι αντικρίζει ο υπάλληλος του υπουργείου όταν φτάνει στη Μικρή Δοξιπάτρα του Έβρου, στον τύμβο που καλύπτει τις ταφές μιας οικογένειας Ρωμαίων γαιοκτημόνων («Μικρή Οδύσσεια»): «Εκείνο το απόβραδο ο ήλιος έδυσε στις μακρινές πεδιάδες ανάμεσα σε απαλά περιστασιακά σύννεφα που επέτειναν το ουράνιο δράμα και το χρυσάφι του έλειωσε στον αιθέρτα και η φωτοθύελλα έφτιαξε περιμετρικές σερπαντίνες.

Ο ουρανός ήχησε σαν απόμακρο γκονγκ, και η παλλόμενη ατμόσφαιρα έμεινε για ώρα γεμάτη με ρευστό χαλκοπράσινο φως, ενώ οι ραβδώσεις στο στερέωμα εμπλουτίζονταν πια με αχνούς γαλαξίες.

Ήμουν ακόμα εκεί μέχρι που κάποιος με σήκωσε από το δυτικό ανάχωμα και με οδήγησε ως το αμάξι μου».

Πάμε πίσω στο πρωταρχικό ερώτημα: ήταν αληθινή αυτή η εικόνα; Μικρή σημασία έχει. Η μυθοπλασία είναι την ίδια στιγμή η αμφισβήτηση και η επικύρωσή της. «Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα» λέει ο αφηγητής στο «Ένα Νόμπελ για τη Ρεμέδιος». «Φυσικά και γίνονται», απαντά εκείνη. «Αν και μόνο μια φορά στη ζωή των ανθρώπων».