Ποτέ στον τόπο μας οι κάτοικοι δεν έπαψαν να ζουν υπό το καθεστώς της στενότητας. Παρά το ήπιο κλίμα, ούτε η φύση ήταν απλόχερη ούτε και η κοινωνική ζωή υποσχόταν πως τα σφιχτά δεσμά της ανάγκης κάποια στιγμή θα χαλάρωναν. Επόμενο ήταν οι κάτοικοι να λογαριάζουν το κάθε τι- για να μη χάνουν πιο πολύ παρά για να κερδίζουν. Τους χαρακτήριζε λοιπόν η φειδώ; Όχι. Ήταν συγκρατημένοι και λιτοί εξ ανάγκης, αλλά ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν με την ιδέα να διάγουν έναν βίο λογιστικό, μετρώντας αδιάκοπα τα συν και τα πλην. Η πείρα και το ένστικτό τους τούς έλεγε πως τα έσοδα στη ζωή είναι πάντα λιγότερα από τα έξοδα. Γι’αυτό και παραμόνευαν της στιγμές όπου θα μπορούσαν, παροδικά, να το ρίξουν έξω.
Για τους περισσότερους η μόνη διέξοδος, εκτός από τις γιορτές, ήταν το κουβεντολόι. Ακόμα και όταν τα επείγοντα πίεζαν πολύ, η γλώσσα προλάβαινε να πλέξει τη δική της εκδοχή. Μολονότι ζορισμένοι οι Έλληνες μιλούσαν μεταξύ τους για να ανακτήσουν την αίσθηση πως δεν ήταν έρμαια της μιας ή της άλλης αναταραχής. Ήταν η μοναδική τους πολυτέλεια, ροπή παμπάλαια και επίμονη για την οποία έψεγε τους προγόνους τους ήδη στα χρόνια του ο Ησίοδος. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις δεν επρόκειτο για σπατάλη. Ναι μεν με τις κουβέντες έμεναν στην άκρη μερικές δουλειές, αλλά μέσα από τις ίδιες αυτές κουβέντες οι αχθοφόροι της ζωής επανεξέταζαν το τι κουβαλούσαν στις πλάτες τους και στις ψυχές τους. Συνομιλώντας έκαναν σχέδια, αναθεωρούσαν απόψεις, άλλαζαν ρότα. Από την άποψη αυτή το χάσιμο χρόνου δεν ήταν διασπάθιση δύναμης.
Πόση η διαφορά με τη σημερινή κατάσταση. Παρατηρεί κανείς σε όλους τους τομείς της ζωής πως ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ενέργειας δαπανάται άσκοπα, παρά το γεγονός ότι οι υποχρεώσεις της χώρας παραμένουν βαριές και περιορισμένα τα μέσα της. Στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας οι άνθρωποι συναντώνται όλο και λιγότερο, κι όταν βρίσκονται, ανταλλάσσουν λόγια που δεν ετοιμάζουν τίποτα για την επομένη. Η κάθε ημέρα και η κάθε συνάντηση καταναλώνει τον εαυτό της. Αλλά πώς να μη συμβαίνει αυτό, όταν στην κορυφή της πυραμίδας είναι τόσο περίοπτη και κραυγαλέα η σπατάλη με επίσημο ένδυμα; Κάθε λίγο όλοι πληροφορούνται για νέες δωροδοκίες δημοσίων λειτουργών, για ατασθαλίες, για αποκρύψεις εσόδων και συγκαλύψεις ενόχων. Παλιά και επανερχόμενη ιστορία που γελοιοποιεί τις έννοιες της ασφάλειας, της φύλαξης, της επιτήρησης. Και δεν πρόκειται μόνο για την ολιγωρία του κράτους. Στην οικονομία το πνεύμα του ανταγωνισμού μέσω της κερδοσκοπίας, κυρίαρχο από καιρό στην διεθνή αγορά, βρήκε στη χώρα μας τις πιο ευνοϊκές συνθήκες για να γίνει ρυθμιστής των πραγμάτων. Όταν οι επιχειρήσεις αντί να βασίζονται στην παραγωγικότητα και την ανανέωση του εξοπλισμού τους, προκειμένου να υπερισχύσουν στην αγορά, ποντάρουν στους αιφνιδιασμούς και στους αδιαφανείς ελιγμούς κατά των αντιπάλων, καθιερώνουν την αυθαιρεσία στη θέση του νόμου της προσφοράς και τη ζήτησης, και τελικά υπονομεύουν την έννομη τάξη. Πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων παίζονται παιχνίδια μεταξύ των καιροσκόπων, ικανών να σπρώχνουν τις καταστάσεις άλλοτε στην αστάθεια, άλλοτε σε κρίσεις, και άλλοτε στον πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Κάτω από αυτή τη σκιά του απρόβλεπτου δεν είναι παράξενο που ενισχύεται η αίσθηση στους πολλούς ότι είναι πολύ αδύναμοι για να αντιδράσουν. Τους φαίνεται αδύνατο να ξεδιπλώσουν τις σκέψη τους, να χαράξουν πορεία, να την ακολουθήσουν με ζέση. Προς τα πού να πάνε; Αφού τις μείζονες αποφάσεις τις παίρνουν άλλοι, αυτοί γιατί να συνεχίσουν να παίρνουν τις μικροαποφάσεις τους; Θα αναβάλλουν λοιπόν επ’ αόριστον τη δράση τους, και μάλιστα ,στο μέτρο που τους αναλογεί, θα μποϊκοτάρουν το σύστημα με την αποχή τους. Θα κάνουν πως δουλεύουν, και θα πληρώνονται, έστω και λίγο,για τη συμμετοχή τους σε αυτή την παρωδία της οιονεί- εργασίας. Από μιαν άποψη θα μπορούσε αυτό να χαρακτηριστεί διαστροφή. Και είναι, ως ένα βαθμό, εφόσον υπολειτουργώντας ένας άνθρωπος αυτοκαταστρέφεται. Στην πραγματικότητα όμως κάτι ενεργητικό προσπαθεί να διατηρήσει μέσα του. Είναι μέχρι να έρθει η κατάλληλη ώρα για να το δείξει.
Πράγματι, έχει διαπιστωθεί ότι οι Έλληνες που εργάζονται στο εξωτερικό διακρίνονται για την ετοιμότητα τους στο να λύνουν προβλήματα που ανακύπτουν ξαφνικά. Τη στιγμή που σε ένα εργοστάσιο, σ’ένα εργοτάξιο ή σε άλλο εργασιακό περιβάλλον, επικρατήσει σύγχυση και αμηχανία όταν μπλοκάρει ένας μηχανισμός, ο Έλληνας εργαζόμενος συχνά θα επέμβει με τον τρόπο που επεμβαίνει κάποιος όταν μια ανωμαλία τον προκαλεί ευθέως. Υπάρχει μια ενέργεια αποθηκευμένη στον ελληνικό «ανθρώπινο παράγοντα» που ψάχνει την ευκαιρία να εκδηλωθεί. Δυστυχώς, δεν της δίνουν την ευκαιρία οι κρατούσες συνθήκες. Άραγε πόσο θα αντέξει να παραμένει στη σχόλη; Για πόσο θα μείνει φυλακισμένη η πρωτοβουλία μέσα στο μυαλό και τα χέρια των Ελλήνων; Ήδη η αναστολή αυτή φαίνεται να τους εξαντλεί. Από προσωρινά παροπλισμένοι κινδυνεύουν να γίνουν μονίμως τέτοιοι. Από αναβλητικοί κινδυνεύουν να γίνουν οκνηροί. Από το να είναι απογοητευμένοι- με το κράτος, με τις ηγεσίες- δεν θέλει πολύ να περάσουν στην κατάσταση του αυτοκαταστρεφόμενου.
Δεν είναι υπερβολικό να το λέμε αυτό. Είναι τόσο πολλά τα σημάδια που δείχνουν την κατάπτωση που δυσκολεύεται κανείς να σταθεί σε κάποιο απ’ αυτά. Ας φέρουμε στο νου μας ,για παράδειγμα, το θέαμα που προσφέρει συχνά η ύπαιθρος, οι καλλιεργημένοι αγροί. Πόσες φορές δεν είδαμε ποτιστικά μηχανήματα να εκτοξεύουν υδάτινους πίδακες που δεν κατευθύνονταν στα σωστά σημεία; Το νερό τινάζεται ολόγυρα και μόλις που περνά για λίγο από τα διψασμένα φυτά. Καθημερινή, επαναλαμβανόμενη σπατάλη που δεν τη σταματά κανείς. Ούτε και κανείς φαίνεται να απασχολείται με την είδηση ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ειδικών διεθνών οργανισμών η Ελλάδα για φέτος κατατάσσεται στις πρώτες είκοσι χώρες απειλούμενες με λειψυδρία.
Είναι και αυτή- ανάμεσα σε πολλές άλλες- μια παραίτηση που παίρνει τη μορφή σπατάλης. Βρίθει η χώρα από τέτοιες μορφές. Τα πρόστιμα που πληρώνει το δημόσιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση για αμέλειες στη διαχείριση των απορριμμάτων αυξάνονται. Οι κρατικές υπηρεσίες αδρανούν, οι δήμοι τις μιμούνται, οι δημότες κουράζονται να περιμένουν να δουν να χτυπά κάποιο νεύρο ευθύνης πίσω από κάποιο γραφείο. Στο τέλος αποσύρονται οι περισσότεροι στον ιδιωτικό τους χώρο για να ξεχαστούν μπροστά στις οθόνες. Η μέση ημερησία παρακολούθηση τηλεόρασης είναι στη χώρα μας από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Όσο για την περιδιάβαση στο διαδίκτυο η κατάχρησή της αυξάνεται ραγδαία. Μπορούμε να σπαταλάμε τον χρόνο μας, αφού δεν πιστεύουμε ότι κάτι μπορεί να φτιάξουμε που να αντέχει στον χρόνο.
Αν όμως ο κόσμος μας ζητούσε να δράσουμε, μάλλον θα ανταποκρινόμασταν. Αν το κράτος ζητούσε από τους πολίτες να το στηρίξουν στο όνομα του κοινού συμφέροντος– ή της κοινής σωτηρίας- η νωθρότητα θα έπαιρνε τέλος. Για να δράσουν οι άνθρωποι πρέπει να ακούσουν μια φωνή πειστική και συγγενική που να τους καλεί. Το ίδιο ισχύει τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας. Όταν πριν από κάμποσα χρόνια το «εθνικό κέντρο» απευθύνθηκε στους ομογενείς, εκείνοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα. Ιδρύθηκε το Συμβούλιο Αποδήμου Ελληνισμού. Στη συνέχεια ο θεσμός ατόνησε, έπαψε να υφίσταται. Γιατί άραγε; Μήπως το εθνικό κέντρο δεν ήξερε πια τι του χρειάζεται; Ή μήπως δεν έβρισκε τη γλώσσα για να το πει, έτσι που να χτυπήσει κάποιες χορδές;







