Ο κριτικός Μάλκολμ Μπράντμπερι έγραψε ότι από όλους τους αγγλόφωνους συγγραφείς, ο Τζέιμς Τζόις αποτελεί το πρότυπο της μοντέρνας, της ανυπότακτης, της τεμαχισμένης πορείας  προς τις «άγνωστες τέχνες». Πρόκειται για μια πορεία, εξάλλου, που είχε ξεκινήσει ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν κυριαρχούσαν ο νατουραλισμός, ο ιμπρεσιονισμός και το Κίνημα της Παρακμής. Για το τι είναι η γραφή του Τζέιμς Τζόις όμως μιλάει με ακρίβεια και ο Σάμιουελ Μπέκετ: «Η γραφή του δεν αναφέρεται σε κάτι· είναι αυτό το κάτι».

Για τον Τζέιμς Τζόις (Δουβλίνο 1882 – Ζυρίχη 1941) όλα άρχισαν το 1904, τη χρονιά της αυτοεξορίας του, τη χρονιά κατά την οποία η δημιουργικότητά του έφτασε στο αποκορύφωμά της, όταν εγκατέλειψε την Ιρλανδία, για να «σφυρηλατήσει την αδιαμόρφωτη συνείδηση της φυλής του». Την ίδια χρονιά, μάλιστα, σχεδίασε μερικές από τις ιστορίες της συλλογής  Δουβλινέζοι, στην οποία ανήκει και το έργο του Οι νεκροί, έγραψε ποιήματα της συλλογής Μουσική Δωματίου, ολοκλήρωσε το έργο του Το πορτρέτο του καλλιτέχνη και άρχισε να γράφει το ημιτελές μυθιστόρημά του Στίβεν ο ήρωας. Μια εκδοχή των Δουβλινέζων ήταν ήδη έτοιμη προς έκδοση το 1905, αλλά το έργο αυτό απορρίφθηκε από πολλούς εκδοτικούς οίκους και στο Δουβλίνο και στο Λονδίνο, για να δει το φως της δημοσιότητας εντέλει το 1914. Ο ίδιος, για να εξηγήσει τη στάση του απέναντι στη συλλογή των διηγημάτων Δουβλινέζοι, έγραψε: «Είχα πρόθεση να γράψω ένα κεφάλαιο από τη σκοπιά της ηθικής  ιστορίας της χώρας μου και επέλεξα το Δουβλίνο γιατί μου φαινόταν ότι η πόλη βρισκόταν σε παρακμή, σε παράλυση». Το ύφος, ωστόσο, σε πολλά σημεία των διηγημάτων είναι ποιητικό, με πολλά συμβολιστικά στοιχεία, κυρίως όμως με πολλά ρεαλιστικά, που επιτείνουν την παθητικότητα των ηρώων, ενώ ορισμένες ιστορίες θα μπορούσαν να διαδραματιστούν σε άλλες πόλεις ή χώρες, όπως αυτή με τον τίτλο Πανσιόν δι’ οικογενείας (Δουβλινέζοι, μτφ. Μαντώ Αραβαντινού, εκδ. Γαλαξίας, 1971).

Οι 15 ιστορίες της συλλογής δημιουργούν μια αλυσίδα ή έναν κύκλο, με τους δεσμούς μεταξύ τους να προέρχονται όχι από κοινά στοιχεία των γεγονότων της κάθε ιστορίας αλλά, κυρίως, από το χαρακτηριστικό της πόλης που δεν είναι άλλο από την παρακμή, την παράλυση και τη στασιμότητα. Αλλωστε σε όλες τις ιστορίες οι ήρωες είναι παγιδευμένοι στις δικές τους επιλογές που είναι περιορισμένες, χωρίς έμπνευση και σθένος για ριζικές αλλαγές. Μάλιστα η λέξη «παράλυση» χρησιμοποιείται στην πρώτη ιστορία, με τον τίτλο Οι αδερφές: «Κάθε νύχτα, καθώς σήκωνα τα μάτια μου προς το παράθυρο, μουρμούριζα ψιθυριστά, στον εαυτό μου, τη λέξη “παράλυση”. (…) Ομως τώρα αυτή η λέξη “παράλυση” ακουγόταν στ’ αφτιά μου σαν το όνομα ενός κακοποιού και αμαρτωλού πλάσματος· και η λέξη με γέμιζε φόβο… Εντούτοις καιγόμουν απ’ την επιθυμία να πλησιάσω, να δω, να εξετάσω το θανατηφόρο έργο της “παραλύσεως”» (Δουβλινέζοι, μτφ. Μαντώ Αραβαντινού, εκδ. Γαλαξίας, 1971).

Στο εξαίρετο διήγημα Οι νεκροί – το τελευταίο της συλλογής Δουβλινέζοι –, ο Γκέιμπριελ σκέφτεται ακούγοντας μουσική κάτι σπουδαίο καθώς παρατηρεί τη γυναίκα του στις σκάλες: «η στάση της απέπνεε χάρη και μυστήριο, σαν να ‘ταν σύμβολο για κάτι…». Η γυναίκα του γίνεται, στιγμιαία, το σύμβολο του άλλου, του διαφορετικού, εκείνου που ξεφεύγει από το πληκτικό δεδομένο το άμεσου περιβάλλοντος, ενώ σε ολόκληρο το διήγημα τα όρια των ζωντανών αγγίζουν αυτά των νεκρών, οι ζωντανοί ταυτίζονται με τους νεκρούς, αφού καθετί υλικό φθίνει και εξαφανίζεται, εκμηδενίζεται: «Η ψυχή του είχε πλησιάσει εκείνη την περιοχή όπου κατοικούν τα απειράριθμα πλήθη των νεκρών. Είχε επίγνωση, αλλά δεν μπορούσε να συλλάβει την αλλοπρόσαλλη και τρέμουσα ύπαρξή τους. Η ίδια του η ταυτότητα έσβηνε μέσα σ’ έναν γκρίζο φαντασματικό κόσμο. Ο ίδιος στέρεος κόσμος τον οποίο αυτοί οι νεκροί είχαν πλάσει κάποτε και στον οποίο είχαν ζήσει, τώρα έφθινε και διαλυόταν…».

Η παράλυση, που εμφανίζεται ήδη στο πρώτο διήγημα Οι αδερφές, με την ιστορία να επικεντρώνεται στον ετοιμοθάνατο και εντέλει νεκρό ηλικιωμένο ιερέα, κάνει τον κύκλο της και κλείνει τη συλλογή με τη χαρακτηριστική εικόνα στην τελευταία σκηνή του διηγήματος Οι νεκροί: «Είχε αρχίσει να χιονίζει ξανά (…) χιόνιζε παντού, σ’ όλη την Ιρλανδία (…) Επεφτε και σε κάθε γωνιά του μοναχικού νεκροταφείου στο λόφο όπου ήταν θαμμένος ο Μάικλ Φιούρι. Απλωνόταν, πυκνό, πάνω στους γερμένους σταυρούς και στις ταφόπλακες, στα μυτερά κάγκελα της μικρής πόλης, στα στείρα αγκάθια. Η ψυχή του τρέκλισε αργά καθώς άκουγε το χιόνι να πέφτει ελαφρά στο σύμπαν κι ελαφρά να πέφτει, σαν τον ερχομό του έσχατου τέλους τους, πάνω σε όλους τους ζωντανούς και τους νεκρούς». Από τις πιο ισχυρές εικόνες ολόκληρου του έργου, με το χιόνι να συμβολίζει την ακινησία, την αδράνεια των ηρώων, αλλά και το «έσχατο τέλος».

Αυτή η εμφανής όπως και υποδόρια σύνδεση των 15 διηγημάτων κάνει απαραίτητη τη συγκεντρωτική έκδοση όλων των ιστοριών, και θα άξιζε μελλοντικά να πραγματοποιηθεί από τον έμπειρο μεταφραστή, τον Αχιλλέα Κυριακίδη, που απέδωσε με ακρίβεια και λεπτότητα το εκτενές διήγημα Οι νεκροί. Χρήσιμες και οι λεπτομερείς Σημειώσεις του. Κυκλοφορούν αρκετές μεταφράσεις των Δουβλινέζων – και του διηγήματος Οι νεκροί ξεχωριστά. Επιλέγω να αναφέρω την εξαίρετη δουλειά που έκανε η ποιήτρια Μαντώ Αραβαντινού για τις εκδόσεις Γαλαξίας το μακρινό 1971.